Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μέλισμα: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melisma
|Transliteration C=melisma
|Beta Code=me/lisma
|Beta Code=me/lisma
|Definition=ατος, τό, ([[μελίζω]] B) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[song]], <span class="bibl">Theoc.14.31</span>, <span class="bibl">20.28</span>; cf. [[μέλιγμα]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[air]], [[melody]], μ. λύρας <span class="title">AP</span>7.196 (Mel.); [[lyric poetry]], ib. <span class="bibl">4.1.35</span> (Id.).</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[μελίζω]] B)<br><span class="bld">A</span> [[song]], Theoc.14.31, 20.28; cf. [[μέλιγμα]].<br><span class="bld">2</span> [[air]], [[melody]], μ. λύρας ''AP''7.196 (Mel.); [[lyric poetry]], ib. 4.1.35 (Id.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0123.png Seite 123]] τό, Gesang, Lied; Theocr. 14, 31; von Anakreons Liedern, Mel. 1, 35 (IV, 1) Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0123.png Seite 123]] τό, Gesang, Lied; Theocr. 14, 31; von Anakreons Liedern, Mel. 1, 35 (IV, 1) Sp.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[chant]];<br /><b>2</b> [[air chanté avec accompagnement]], [[mélodie]].<br />'''Étymologie:''' [[μελίζω]]².
}}
{{elru
|elrutext='''μέλισμα:''' ατος τό песня, напев, мелодия Theocr., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μέλισμα''': τό, ([[μελίζω]] Β) ᾆσμα, [[μέλος]], ᾠδή, Θεόκρ. 14. 31., 20. 28. 2) «[[ἦχος]]», [[μελῳδία]], Ἀνθ. Π. 4. 1, 35· μ. λύρας [[αὐτόθι]] 7. 196.
|lstext='''μέλισμα''': τό, ([[μελίζω]] Β) ᾆσμα, [[μέλος]], ᾠδή, Θεόκρ. 14. 31., 20. 28. 2) «[[ἦχος]]», [[μελῳδία]], Ἀνθ. Π. 4. 1, 35· μ. λύρας [[αὐτόθι]] 7. 196.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> chant;<br /><b>2</b> air chanté avec accompagnement, mélodie.<br />'''Étymologie:''' [[μελίζω]]².
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέλισμα:''' τό ([[μελίζω]]), [[τραγούδι]], σε Θεόκρ.· [[μελωδία]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μέλισμα:''' τό ([[μελίζω]]), [[τραγούδι]], σε Θεόκρ.· [[μελωδία]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέλισμα:''' ατος τό песня, напев, мелодия Theocr., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μέλισμα]], ατος, τό, [[μελίζω]]<br />a [[song]], Theocr.: a [[tune]], Anth.
|mdlsjtxt=[[μέλισμα]], ατος, τό, [[μελίζω]]<br />a [[song]], Theocr.: a [[tune]], Anth.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[τραγούδι]]). Ἀπό τό [[μελίζω]] κι' [[αὐτό]] ἀπό τό [[μέλος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλισμα Medium diacritics: μέλισμα Low diacritics: μέλισμα Capitals: ΜΕΛΙΣΜΑ
Transliteration A: mélisma Transliteration B: melisma Transliteration C: melisma Beta Code: me/lisma

English (LSJ)

-ατος, τό, (μελίζω B)
A song, Theoc.14.31, 20.28; cf. μέλιγμα.
2 air, melody, μ. λύρας AP7.196 (Mel.); lyric poetry, ib. 4.1.35 (Id.).

German (Pape)

[Seite 123] τό, Gesang, Lied; Theocr. 14, 31; von Anakreons Liedern, Mel. 1, 35 (IV, 1) Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 chant;
2 air chanté avec accompagnement, mélodie.
Étymologie: μελίζω².

Russian (Dvoretsky)

μέλισμα: ατος τό песня, напев, мелодия Theocr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μέλισμα: τό, (μελίζω Β) ᾆσμα, μέλος, ᾠδή, Θεόκρ. 14. 31., 20. 28. 2) «ἦχος», μελῳδία, Ἀνθ. Π. 4. 1, 35· μ. λύρας αὐτόθι 7. 196.

Greek Monolingual

το (ΑM μέλισμα) μελίζω
νεοελλ.
μουσ. περίτεχνο ποίκιλμα, φωνητικό ή οργανικό, που, είτε καλλωπίζει μεμονωμένους φθόγγους της μελωδίας είτε γεφυρώνει δύο ή περισσότερους φθόγγους, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της μουσικής ερμηνείας αλλά και του ύφους και ήθους κάθε μουσικού πολιτισμού
μσν.
τεμάχιο, τμήμα
αρχ.
1. μελωδικός ήχος ή σκοπός, μελωδία, άσμαμέλισμα λύρας», Ανθ. Παλ.)
2. λυρική ποίηση.

Greek Monotonic

μέλισμα: τό (μελίζω), τραγούδι, σε Θεόκρ.· μελωδία, σε Ανθ.

Middle Liddell

μέλισμα, ατος, τό, μελίζω
a song, Theocr.: a tune, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=τραγούδι). Ἀπό τό μελίζω κι' αὐτό ἀπό τό μέλος.