γναμπτός: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gnamptos
|Transliteration C=gnamptos
|Beta Code=gnampto/s
|Beta Code=gnampto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[curved]], [[bent]], ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν <span class="bibl">Od.4.369</span>; μετὰ γναμπτῇ σι γένυσσιν <span class="bibl">Il.11.416</span>; πόρπας τε γναμπτάς θ' ἕλικας <span class="bibl">18.401</span>; ὄνυχες γ. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>204</span>; <b class="b3">γ. δρόμοι</b>, of the diaulos, <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>1.57</span>; <b class="b3">γ. χαλινούς</b>, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[supple]], [[pliant]], of the limbs of living men (opp. to the stark and stiff ones of the dead), ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι <span class="bibl">Il.11.669</span>, <span class="bibl">24.359</span>, <span class="bibl">Od.11.394</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph., [[pliable]], <b class="b3">οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι</b> (of Achilles), <span class="bibl">Il.24.41</span>.</span>
|Definition=γναμπτή, γναμπτόν,<br><span class="bld">A</span> [[curved]], [[bent]], ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od.4.369; μετὰ γναμπτῇ σι γένυσσιν Il.11.416; πόρπας τε γναμπτάς θ' ἕλικας 18.401; ὄνυχες γ. Hes.''Op.''204; <b class="b3">γ. δρόμοι</b>, of the diaulos, Pi.''I.''1.57; <b class="b3">γ. χαλινούς</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> [[supple]], [[pliant]], of the limbs of living men (opp. to the stark and stiff ones of the dead), ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Il.11.669, 24.359, Od.11.394, etc.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[pliable]], <b class="b3">οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι</b> (of Achilles), Il.24.41.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''γναμπτός''': -ή, -όν, κεκαμμένος, [[καμπύλος]], ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Ὀδ. Δ. 369· [[μετὰ]] γναμπτῆσι γένυσσιν Ἰλ. Λ. 416· πόρπας τε γναμπτὰς θ’ ἕλικας Σ. 401· ὄνυχες γν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 203· γν. δρόμοι, ἐπὶ τοῦ διαύλου, Πίνδ. 1. 1. 82. 2) [[εὔκαμπτος]], [[ζωηρός]], ἐπὶ τῶν μελῶν τῶν ζώντων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄκαμπτα καὶ ἀκίνητα τῶν νεκρῶν πτωμάτων, ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Ἰλ. Λ. 669., Ω. 359, Ὀδ. Λ. 393, κτλ. 3) μεταφ., [[εὔκαμπτος]], δυνάμενος νὰ καμφθῇ [[οὔτε]] [[νόημα]] γναμπτὸς ἐνὶ στήθεσσι (ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 41.
|dgtxt=γναμπτός, γναμπτή, γναμπτόν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[γναπτός]] Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[curvado]] [[ἄγκιστρον|ἄγκιστρα]] <i>Od</i>.4.369, γένυες <i>Il</i>.11.416, ἕλικες <i>Il</i>.18.401, <i>h.Ven</i>.163, ὄνυχες Hes.<i>Op</i>.204.<br /><b class="num">2</b> [[que describe una curva]] [[δρόμος]] del [[díaulo]], Pi.<i>I</i>.1.57.<br /><b class="num">3</b> [[flexible]] de los miembros de un [[hombre]] [[vivo]] op. la [[rigidez]] de un [[cadáver]] ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν <i>Il</i>.11.669, <i>Od</i>.11.394<br /><b class="num">•</b>fig. [[flexible]] οὔτε [[νόημα]] γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι ni (tiene) un [[corazón]] [[flexible]] en el [[pecho]]</i> de [[Aquiles]] <i>Il</i>.24.41.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> courbé, recourbé;<br /><b>2</b> souple, flexible;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> qui se laisse fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[γνάμπτω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[courbé]], [[recourbé]];<br /><b>2</b> [[souple]], [[flexible]];<br /><b>3</b> <i>fig.</i> qui se laisse fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[γνάμπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γναμπτός]] -ή -όν [[γνάμπτω]]<br /><b class="num">1.</b> [[gebogen]], [[gekromd]].<br /><b class="num">2.</b> [[soepel]], [[buigzaam]], [[lenig]], [[van ledematen]]; overdr. meegaand, gedwee:. [[νόημα]] γναμπτόν meegaande geest Il. 24.41.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[gekrümmt]], [[gebogen]]</i>; Hom. γναμπτῇσι γένυσσιν <i>Il</i>. 11.416, γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν <i>Od</i>. 4.369, 12.332, γναμπτὰς ἕλικας <i>Il</i>. 18.401; ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν, in den [[gebogenen]], d.h. geschmeidigen, gelenkigen Gliedern, Versende, <i>Il</i>. 11.669, 24.359, <i>Od</i>. 11.394, 13.398, 430, 21.283; [[νόημα]] γναμπτόν, ein <i>[[biegsam]]</i>er [[Sinn]], <i>der sich [[erweichen]] läßt, Il</i>. 24.41; – [[δρόμος]] Pind. <i>I</i>. 1.57.
}}
{{elru
|elrutext='''γναμπτός:'''<br /><b class="num">1</b> [[загнутый]], [[кривой]] (ἄγκιστρα Hom.; ὄνυχες Hes.);<br /><b class="num">2</b> [[извилистый]] (ἕλικες Hom.; δρόμοι Pind.);<br /><b class="num">3</b> [[гибкий]], [[податливый]] (μέλεα Hom.): [[νόημα]] γναμπτόν Hom. снисходительность, мягкость.
}}
{{ls
|lstext='''γναμπτός''': -ή, -όν, κεκαμμένος, [[καμπύλος]], ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Ὀδ. Δ. 369· μετὰ γναμπτῆσι γένυσσιν Ἰλ. Λ. 416· πόρπας τε γναμπτὰς θ’ ἕλικας Σ. 401· ὄνυχες γν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 203· γν. δρόμοι, ἐπὶ τοῦ διαύλου, Πίνδ. 1. 1. 82. 2) [[εὔκαμπτος]], [[ζωηρός]], ἐπὶ τῶν μελῶν τῶν ζώντων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄκαμπτα καὶ ἀκίνητα τῶν νεκρῶν πτωμάτων, ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Ἰλ. Λ. 669., Ω. 359, Ὀδ. Λ. 393, κτλ. 3) μεταφ., [[εὔκαμπτος]], δυνάμενος νὰ καμφθῇ [[οὔτε]] [[νόημα]] γναμπτὸς ἐνὶ στήθεσσι (ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 41.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 32:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[γναμπτός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bent]], [[curved]] ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) ]γναμπτ[ (Pae. 10.7)
|sltr=[[γναμπτός]] <br /><b>1</b> [[bent]], [[curved]] ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) ]γναμπτ[ (Pae. 10.7)
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γναπτ- Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[curvado]] ἄγκιστρα <i>Od</i>.4.369, γένυες <i>Il</i>.11.416, ἕλικες <i>Il</i>.18.401, <i>h.Ven</i>.163, ὄνυχες Hes.<i>Op</i>.204.<br /><b class="num">2</b> [[que describe una curva]] [[δρόμος]] del díaulo, Pi.<i>I</i>.1.57.<br /><b class="num">3</b> [[flexible]] de los miembros de un hombre vivo op. la rigidez de un cadáver ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν <i>Il</i>.11.669, <i>Od</i>.11.394<br /><b class="num">•</b>fig. [[flexible]] οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι ni (tiene) un corazón flexible en el pecho</i> de Aquiles <i>Il</i>.24.41.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γναμπτός]], -ή, -όν (Α) [[γνάμπτω]]<br /><b>1.</b> [[κυρτός]], [[καμπύλος]] («γναμπτοῑς ἀγκίστροισιν»)<br /><b>2.</b> [[εὔκαμπτος]], [[ευλύγιστος]] («ἐνὶ γναμπτοῑσι μέλεσι» — στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του [[μέλη]])<br /><b>3.</b> [[ευμετάβολος]] («[[νόημα]] γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι»).
|mltxt=[[γναμπτός]], -ή, -όν (Α) [[γνάμπτω]]<br /><b>1.</b> [[κυρτός]], [[καμπύλος]] («γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν»)<br /><b>2.</b> [[εὔκαμπτος]], [[ευλύγιστος]] («ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσι» — στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του [[μέλη]])<br /><b>3.</b> [[ευμετάβολος]] («[[νόημα]] γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι»).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γναμπτός:''' -ή, -όν ([[γνάμπτω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> σκαλισμένος, [[καμπύλος]], λυγισμένος, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]], [[μαλακός]], λέγεται για τα [[μέλη]] του ζώντος ανθρώπινου σώματος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., είμαι πτοημένος, αποθαρρυμένος, [[έτοιμος]] να λυγίσω, [[οὔτε]] [[νόημα]] γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (λέγεται για τον Αχιλλέα), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''γναμπτός:''' -ή, -όν ([[γνάμπτω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> σκαλισμένος, [[καμπύλος]], λυγισμένος, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]], [[μαλακός]], λέγεται για τα [[μέλη]] του ζώντος ανθρώπινου σώματος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., είμαι πτοημένος, αποθαρρυμένος, [[έτοιμος]] να λυγίσω, [[οὔτε]] [[νόημα]] γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (λέγεται για τον Αχιλλέα), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''γναμπτός:'''<br /><b class="num">1)</b> загнутый, кривой (ἄγκιστρα Hom.; ὄνυχες Hes.);<br /><b class="num">2)</b> извилистый (ἕλικες Hom.; δρόμοι Pind.);<br /><b class="num">3)</b> гибкий, податливый (μέλεα Hom.): [[νόημα]] γναμπτόν Hom. снисходительность, мягкость.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γνάμπτω]]<br /><b class="num">I.</b> [[curved]], [[bent]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> [[supple]], [[pliant]], of the limbs of [[living]] men, Hom.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to be [[bent]], [[οὔτε]] [[νόημα]] γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (of [[Achilles]]), Il.
|mdlsjtxt=[[γνάμπτω]]<br /><b class="num">I.</b> [[curved]], [[bent]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> [[supple]], [[pliant]], of the limbs of [[living]] men, Hom.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to be [[bent]], [[οὔτε]] [[νόημα]] γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (of [[Achilles]]), Il.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γναμπτός]] -ή -όν [[γνάμπτω]]<br /><b class="num">1.</b> gebogen, gekromd.<br /><b class="num">2.</b> soepel, buigzaam, lenig, van ledematen; overdr. meegaand, gedwee :. [[νόημα]] γναμπτόν meegaande geest Il. 24.41.
}}
}}

Latest revision as of 10:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γναμπτός Medium diacritics: γναμπτός Low diacritics: γναμπτός Capitals: ΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: gnamptós Transliteration B: gnamptos Transliteration C: gnamptos Beta Code: gnampto/s

English (LSJ)

γναμπτή, γναμπτόν,
A curved, bent, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od.4.369; μετὰ γναμπτῇ σι γένυσσιν Il.11.416; πόρπας τε γναμπτάς θ' ἕλικας 18.401; ὄνυχες γ. Hes.Op.204; γ. δρόμοι, of the diaulos, Pi.I.1.57; γ. χαλινούς, Hsch.
2 supple, pliant, of the limbs of living men (opp. to the stark and stiff ones of the dead), ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Il.11.669, 24.359, Od.11.394, etc.
3 metaph., pliable, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (of Achilles), Il.24.41.

Spanish (DGE)

γναμπτός, γναμπτή, γναμπτόν
• Alolema(s): γναπτός Hsch.
1 curvado ἄγκιστρα Od.4.369, γένυες Il.11.416, ἕλικες Il.18.401, h.Ven.163, ὄνυχες Hes.Op.204.
2 que describe una curva δρόμος del díaulo, Pi.I.1.57.
3 flexible de los miembros de un hombre vivo op. la rigidez de un cadáver ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν Il.11.669, Od.11.394
fig. flexible οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι ni (tiene) un corazón flexible en el pecho de Aquiles Il.24.41.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 courbé, recourbé;
2 souple, flexible;
3 fig. qui se laisse fléchir.
Étymologie: γνάμπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γναμπτός -ή -όν γνάμπτω
1. gebogen, gekromd.
2. soepel, buigzaam, lenig, van ledematen; overdr. meegaand, gedwee:. νόημα γναμπτόν meegaande geest Il. 24.41.

German (Pape)

gekrümmt, gebogen; Hom. γναμπτῇσι γένυσσιν Il. 11.416, γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od. 4.369, 12.332, γναμπτὰς ἕλικας Il. 18.401; ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν, in den gebogenen, d.h. geschmeidigen, gelenkigen Gliedern, Versende, Il. 11.669, 24.359, Od. 11.394, 13.398, 430, 21.283; νόημα γναμπτόν, ein biegsamer Sinn, der sich erweichen läßt, Il. 24.41; – δρόμος Pind. I. 1.57.

Russian (Dvoretsky)

γναμπτός:
1 загнутый, кривой (ἄγκιστρα Hom.; ὄνυχες Hes.);
2 извилистый (ἕλικες Hom.; δρόμοι Pind.);
3 гибкий, податливый (μέλεα Hom.): νόημα γναμπτόν Hom. снисходительность, мягкость.

Greek (Liddell-Scott)

γναμπτός: -ή, -όν, κεκαμμένος, καμπύλος, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Ὀδ. Δ. 369· μετὰ γναμπτῆσι γένυσσιν Ἰλ. Λ. 416· πόρπας τε γναμπτὰς θ’ ἕλικας Σ. 401· ὄνυχες γν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 203· γν. δρόμοι, ἐπὶ τοῦ διαύλου, Πίνδ. 1. 1. 82. 2) εὔκαμπτος, ζωηρός, ἐπὶ τῶν μελῶν τῶν ζώντων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄκαμπτα καὶ ἀκίνητα τῶν νεκρῶν πτωμάτων, ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Ἰλ. Λ. 669., Ω. 359, Ὀδ. Λ. 393, κτλ. 3) μεταφ., εὔκαμπτος, δυνάμενος νὰ καμφθῇ οὔτε νόημα γναμπτὸς ἐνὶ στήθεσσι (ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 41.

English (Autenrieth)

(γνάμπτω): bent, bending; of the limbs of living beings, supple, Od. 13.398; met., νόημα, ‘placable,’ Il. 24.41.

English (Slater)

γναμπτός
1 bent, curved ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) ]γναμπτ[ (Pae. 10.7)

Greek Monolingual

γναμπτός, -ή, -όν (Α) γνάμπτω
1. κυρτός, καμπύλος («γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν»)
2. εὔκαμπτος, ευλύγιστος («ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσι» — στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του μέλη)
3. ευμετάβολοςνόημα γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι»).

Greek Monotonic

γναμπτός: -ή, -όν (γνάμπτω),
I. 1. σκαλισμένος, καμπύλος, λυγισμένος, σε Όμηρ.
2. εύκαμπτος, ευλύγιστος, μαλακός, λέγεται για τα μέλη του ζώντος ανθρώπινου σώματος, στον ίδ.
II. μεταφ., είμαι πτοημένος, αποθαρρυμένος, έτοιμος να λυγίσω, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (λέγεται για τον Αχιλλέα), σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

γνάμπτω
I. curved, bent, Hom.
2. supple, pliant, of the limbs of living men, Hom.
II. metaph. to be bent, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (of Achilles), Il.