διαμηχανάομαι: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diamichanaomai
|Transliteration C=diamichanaomai
|Beta Code=diamhxana/omai
|Beta Code=diamhxana/omai
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bring about]], [[contrive]], δ. ὅπως… <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>917</span>; δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς Ἅιδου <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>179d</span>.</span>
|Definition=[[bring about]], [[contrive]], δ. ὅπως… [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''917; δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς Ἅιδου [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 179d.
}}
{{DGE
|dgtxt=(διαμηχᾰνάομαι) <b class="num">1</b> c. dif. complet. [[esforzarse por]], [[intentar por todos los medios que]] c. inf. δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς ᾍδου Pl.<i>Smp</i>.179d, ἔξω περισπᾶν Plu.<i>Cat.Mi</i>.19, cf. <i>Ant</i>.24, c. interr. δ. τίνα τρόπον ἀνασοβήσοι με Pl.<i>Ep</i>.348a, c. ὅπως: διαμηχανήσομαί θ' ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς Ar.<i>Eq</i>.917, τοῦτ' αὐτὸ δ. ὅπως ἂν γίγνηται Pl.<i>Lg</i>.746c, cf. <i>Smp</i>.213c, Lib.<i>Ep</i>.92.<br /><b class="num">2</b> c. compl. en ac. [[idear]], [[inventar]] τοῦτο Plu.<i>Cat.Mi</i>.34, πολλὰ ... πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξητήρια D.H.1.27, tb. c. gen. προφάσεως <i>Hom.Clem</i>.19.20.<br /><b class="num">3</b> [[emplear]], [[utilizar]] en v. pas. διαμεμηχάνεται δὲ καί τινα ἐν τῇ σκηνῇ Anon.<i>Trag</i>.23.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0590.png Seite 590]] dep. med., aussinnen, bewerkstelligen, c. inf., Plat. Conv. 179 d; [[ὅπως]], 213 u. öfter; Ar. Equ. 917 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0590.png Seite 590]] dep. med., aussinnen, bewerkstelligen, c. inf., Plat. Conv. 179 d; [[ὅπως]], 213 u. öfter; Ar. Equ. 917 u. Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''διαμηχᾰνάομαι''': ἀποθ., [[ἐφευρίσκω]], κατορθώνω, ἐπινοῶ, δ. [[ὅπως]]… Ἀριστοφ. Ἱππ. 917· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Συμπ. 179D.
|btext=-ῶμαι;<br />[[essayer par toutes sortes de moyens]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μηχανάω]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=-ῶμαι;<br />essayer par toutes sortes de moyens.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μηχανάω]].
|elnltext=δια-μηχανάομαι uitproberen, verzinnen.
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=(διαμηχᾰνάομαι) <b class="num">1</b> c. dif. complet. [[esforzarse por]], [[intentar por todos los medios que]] c. inf. δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς ᾍδου Pl.<i>Smp</i>.179d, ἔξω περισπᾶν Plu.<i>Cat.Mi</i>.19, cf. <i>Ant</i>.24, c. interr. δ. τίνα τρόπον ἀνασοβήσοι με Pl.<i>Ep</i>.348a, c. ὅπως: διαμηχανήσομαί θ' ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς Ar.<i>Eq</i>.917, τοῦτ' αὐτὸ δ. ὅπως ἂν γίγνηται Pl.<i>Lg</i>.746c, cf. <i>Smp</i>.213c, Lib.<i>Ep</i>.92.<br /><b class="num">2</b> c. compl. en ac. [[idear]], [[inventar]] τοῦτο Plu.<i>Cat.Mi</i>.34, πολλὰ ... πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξητήρια D.H.1.27, tb. c. gen. προφάσεως <i>Hom.Clem</i>.19.20.<br /><b class="num">3</b> [[emplear]], [[utilizar]] en v. pas. διαμεμηχάνεται δὲ καί τινα ἐν τῇ σκηνῇ Anon.<i>Trag</i>.23.
|elrutext='''διαμηχᾰνάομαι:''' [[постоянно затевать]], [[усиленно выдумывать]], [[изобретать всяческие способы]] (ποιεῖν τι Plat., Plut.): διαμηχανήσομαι [[ὅπως]] ἂν … Arph. я уж устрою так, чтобы ….
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμηχᾰνάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[εφευρίσκω]], [[μηχανεύομαι]], [[κατορθώνω]], [[επινοώ]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''διαμηχᾰνάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[εφευρίσκω]], [[μηχανεύομαι]], [[κατορθώνω]], [[επινοώ]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαμηχᾰνάομαι:''' постоянно затевать, усиленно выдумывать, изобретать всяческие способы (ποιεῖν τι Plat., Plut.): διαμηχανήσομαι [[ὅπως]] ἂν Arph. я уж устрою так, чтобы ….
|lstext='''διαμηχᾰνάομαι''': ἀποθ., [[ἐφευρίσκω]], κατορθώνω, ἐπινοῶ, δ. [[ὅπως]]… Ἀριστοφ. Ἱππ. 917· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Συμπ. 179D.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-μηχανάομαι uitproberen, verzinnen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep. to [[bring]] [[about]], [[contrive]], Ar., Plat.
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep. to [[bring]] [[about]], [[contrive]], Ar., Plat.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμηχᾰνάομαι Medium diacritics: διαμηχανάομαι Low diacritics: διαμηχανάομαι Capitals: ΔΙΑΜΗΧΑΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diamēchanáomai Transliteration B: diamēchanaomai Transliteration C: diamichanaomai Beta Code: diamhxana/omai

English (LSJ)

bring about, contrive, δ. ὅπως… Ar.Eq.917; δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς Ἅιδου Pl.Smp. 179d.

Spanish (DGE)

(διαμηχᾰνάομαι) 1 c. dif. complet. esforzarse por, intentar por todos los medios que c. inf. δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς ᾍδου Pl.Smp.179d, ἔξω περισπᾶν Plu.Cat.Mi.19, cf. Ant.24, c. interr. δ. τίνα τρόπον ἀνασοβήσοι με Pl.Ep.348a, c. ὅπως: διαμηχανήσομαί θ' ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς Ar.Eq.917, τοῦτ' αὐτὸ δ. ὅπως ἂν γίγνηται Pl.Lg.746c, cf. Smp.213c, Lib.Ep.92.
2 c. compl. en ac. idear, inventar τοῦτο Plu.Cat.Mi.34, πολλὰ ... πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξητήρια D.H.1.27, tb. c. gen. προφάσεως Hom.Clem.19.20.
3 emplear, utilizar en v. pas. διαμεμηχάνεται δὲ καί τινα ἐν τῇ σκηνῇ Anon.Trag.23.

German (Pape)

[Seite 590] dep. med., aussinnen, bewerkstelligen, c. inf., Plat. Conv. 179 d; ὅπως, 213 u. öfter; Ar. Equ. 917 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
essayer par toutes sortes de moyens.
Étymologie: διά, μηχανάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μηχανάομαι uitproberen, verzinnen.

Russian (Dvoretsky)

διαμηχᾰνάομαι: постоянно затевать, усиленно выдумывать, изобретать всяческие способы (ποιεῖν τι Plat., Plut.): διαμηχανήσομαι ὅπως ἂν … Arph. я уж устрою так, чтобы ….

Greek Monotonic

διαμηχᾰνάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., εφευρίσκω, μηχανεύομαι, κατορθώνω, επινοώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

διαμηχᾰνάομαι: ἀποθ., ἐφευρίσκω, κατορθώνω, ἐπινοῶ, δ. ὅπως… Ἀριστοφ. Ἱππ. 917· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Συμπ. 179D.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to bring about, contrive, Ar., Plat.