καταφλέγω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataflego
|Transliteration C=kataflego
|Beta Code=katafle/gw
|Beta Code=katafle/gw
|Definition=fut. -<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> φλέξω <span class="bibl">Il.22.512</span>: aor. -έφλεξα <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>18</span>:— [[burn up]], [[consume]], [[πυρί]] Il.cc., cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>400a31</span> (v.l. προς-), <span class="bibl">Plu. <span class="title">Caes.</span>68</span>, <span class="bibl">Diog.Oen.38</span>, etc.; of a caustic drug, <span class="bibl">Paul.Aeg.6.31</span>: metaph., of love, θεὸς ἄνδρα κ. <span class="title">AP</span>5.9 (Alc.):—Pass., to [[be burnt]], aor. 1 -εφλέχθην <span class="bibl">Th.4.133</span>, <span class="bibl">D.S.8</span> <span class="title">Fr.</span>11, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>8.15</span>: aor. 2 -εφλέγην <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>13.4.4</span>, <span class="bibl">D.Chr.46.1</span>.</span>
|Definition=fut. -φλέξω Il.22.512: aor. -έφλεξα Hes.''Sc.''18:—[[burn up]], [[consume]], [[πυρί]] Il.cc., cf. Arist.''Mu.''400a31 ([[varia lectio|v.l.]] προς-), Plu. ''Caes.''68, Diog.Oen.38, etc.; of a caustic drug, Paul.Aeg.6.31: metaph., of love, θεὸς ἄνδρα κ. ''AP''5.9 (Alc.):—Pass., to [[be burnt]], aor. 1 -εφλέχθην Th.4.133, [[Diodorus Siculus|D.S.]]8 ''Fr.''11, Philostr.''VA''8.15: aor. 2 -εφλέγην J.''AJ''13.4.4, D.Chr.46.1.
}}
{{ls
|lstext='''καταφλέγω''': καίων [[καταβάλλω]], διὰ τῆς φλογὸς [[ἀφανίζω]], [[κατακαίω]], ὁ Σουΐδ. «ἐφλέγετο γὰρ οὐ κατεφλέγετο», δηλ. καὶ ἐκαίετο πυρί, οὐ κατεκαίετο δέ, ἐν λ. [[πυράφλεκτος]]· πυρὶ Ἰλ. Χ. 512, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 18· ἀράμενοι δαυλοὺς διαπύρους ἔθεον ἐπὶ τὰς οἰκίας… καταφλέξοντες Πλουτ. Καῖσ. 68, κτλ.· μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 10· πρβλ. [[καταφέγγω]] ·- Παθ., κατακαίομαι, Θουκ. 4. 133· καταφλεχθῆναι Διοδ. Ἐκλογ. 459. 67· καταφλεγῆναι Δίων Χρυσόστομ. 46, 518· μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Εὐμάθ. 266, Φιλόστρ., κτλ. ΙΙ. [[καταρρίπτω]] ὡς διὰ κεραυνοῦ, [[καταβάλλω]], κ. καὶ καταβροντᾷ τοὺς ῥήτορας (κοινῶς: καταφέγγει) Λογγῖν. 34. 4 πρβλ. [[καταβροντάω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=brûler, consumer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φλέγω]].
|btext=brûler, consumer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φλέγω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-φλέγω in brand steken, verbranden.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[niederbrennen]], [[verbrennen]]</i>; πάντα καταφλέξω πυρί <i>Il</i>. 22.512; Hes. <i>Sc</i>. 18; Sp., wie Plut. <i>Caes</i>. 68; Alcaeus 4 (V.10) von der [[Liebe]]; so übertragen andere Spätere, die auch das pass. haben.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφλέγω:''' (inf. aor. pass. καταφλεχθῆναι) (тж. κ. πυρί Hom., Hes.)<br /><b class="num">1</b> [[сжигать]] (πάντα Hom.; κώμας Hes.; τὰς τριήρεις Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[жечь]] (огнем любви) (ἄνδρα Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 34:
|lsmtext='''καταφλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καίω]], [[αφανίζω]], [[κατακαίω]], <i>πυρί</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. — Παθ., κατακαίγομαι, σε Θουκ.
|lsmtext='''καταφλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καίω]], [[αφανίζω]], [[κατακαίω]], <i>πυρί</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. — Παθ., κατακαίγομαι, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταφλέγω:''' (inf. aor. pass. καταφλεχθῆναι) (тж. κ. πυρί Hom., Hes.)<br /><b class="num">1)</b> сжигать (πάντα Hom.; κώμας Hes.; τὰς τριήρεις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> жечь (огнем любви) (ἄνδρα Anth.).
|lstext='''καταφλέγω''': καίων [[καταβάλλω]], διὰ τῆς φλογὸς [[ἀφανίζω]], [[κατακαίω]], ὁ Σουΐδ. «ἐφλέγετο γὰρ οὐ κατεφλέγετο», δηλ. καὶ ἐκαίετο πυρί, οὐ κατεκαίετο δέ, ἐν λ. [[πυράφλεκτος]]· πυρὶ Ἰλ. Χ. 512, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 18· ἀράμενοι δαυλοὺς διαπύρους ἔθεον ἐπὶ τὰς οἰκίας… καταφλέξοντες Πλουτ. Καῖσ. 68, κτλ.· μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 10· πρβλ. [[καταφέγγω]] ·- Παθ., κατακαίομαι, Θουκ. 4. 133· καταφλεχθῆναι Διοδ. Ἐκλογ. 459. 67· καταφλεγῆναι Δίων Χρυσόστομ. 46, 518· μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Εὐμάθ. 266, Φιλόστρ., κτλ. ΙΙ. [[καταρρίπτω]] ὡς διὰ κεραυνοῦ, [[καταβάλλω]], κ. καὶ καταβροντᾷ τοὺς ῥήτορας (κοινῶς: καταφέγγει) Λογγῖν. 34. 4 πρβλ. [[καταβροντάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-φλέγω in brand steken, verbranden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[burn]] [[down]], [[burn]] up, [[consume]], πυρί Il., Hes., etc.:—Pass. to be [[burnt]] [[down]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[burn]] [[down]], [[burn]] up, [[consume]], πυρί Il., Hes., etc.:—Pass. to be [[burnt]] [[down]], Thuc.
}}
{{elmes
|esmgtx=[[abrasar]], [[consumir completamente]] como acción de la divinidad ὁρκίζω σε τὸν τῶν αὐχενίων γιγάντων τοῖς πρηστῆρσι καταφλέξαντα <b class="b3">te conjuro por el que abrasó a los soberbios gigantes con huracanes</b> P IV 3059 Ζμύρνα, Ζμύρνα, ... ἡ καταφλέξασα τὸ ἕλος τοῦ Ἀχαλδα <b class="b3">Mirra, Mirra, la que consumió el pantano de Acalda</b> P XXXVI 336
}}
}}

Latest revision as of 07:27, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφλέγω Medium diacritics: καταφλέγω Low diacritics: καταφλέγω Capitals: ΚΑΤΑΦΛΕΓΩ
Transliteration A: kataphlégō Transliteration B: kataphlegō Transliteration C: kataflego Beta Code: katafle/gw

English (LSJ)

fut. -φλέξω Il.22.512: aor. -έφλεξα Hes.Sc.18:—burn up, consume, πυρί Il.cc., cf. Arist.Mu.400a31 (v.l. προς-), Plu. Caes.68, Diog.Oen.38, etc.; of a caustic drug, Paul.Aeg.6.31: metaph., of love, θεὸς ἄνδρα κ. AP5.9 (Alc.):—Pass., to be burnt, aor. 1 -εφλέχθην Th.4.133, D.S.8 Fr.11, Philostr.VA8.15: aor. 2 -εφλέγην J.AJ13.4.4, D.Chr.46.1.

French (Bailly abrégé)

brûler, consumer, acc..
Étymologie: κατά, φλέγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-φλέγω in brand steken, verbranden.

German (Pape)

niederbrennen, verbrennen; πάντα καταφλέξω πυρί Il. 22.512; Hes. Sc. 18; Sp., wie Plut. Caes. 68; Alcaeus 4 (V.10) von der Liebe; so übertragen andere Spätere, die auch das pass. haben.

Russian (Dvoretsky)

καταφλέγω: (inf. aor. pass. καταφλεχθῆναι) (тж. κ. πυρί Hom., Hes.)
1 сжигать (πάντα Hom.; κώμας Hes.; τὰς τριήρεις Plut.);
2 жечь (огнем любви) (ἄνδρα Anth.).

English (Autenrieth)

fut. -ξω: burn up, consume; πυρί, Il. 22.512†.

Spanish

abrasar, consumir completamente

Greek Monolingual

(AM καταφλέγω)
(επιτ. του φλέγω)
1. καταστρέφω με φωτιά, αποτεφρώνω, πυρπολώ
2. μτφ. (για σφοδρά πάθη) κατακαίω, φλογίζω
(«τον καταφλέγει ο έρωτας»)
μσν.
1. καταδικάζω, τιμωρώ
2. πυρώνω
μσν.-αρχ.
προκαλώ καυστικό πόνο, τσούζω
αρχ.
μτφ. κεραυνοβολώ, καταρρίπτω, καταβάλλω κάποιον σαν κεραυνός.

Greek Monotonic

καταφλέγω: μέλ. -ξω, καίω, αφανίζω, κατακαίω, πυρί, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. — Παθ., κατακαίγομαι, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

καταφλέγω: καίων καταβάλλω, διὰ τῆς φλογὸς ἀφανίζω, κατακαίω, ὁ Σουΐδ. «ἐφλέγετο γὰρ οὐ κατεφλέγετο», δηλ. καὶ ἐκαίετο πυρί, οὐ κατεκαίετο δέ, ἐν λ. πυράφλεκτος· πυρὶ Ἰλ. Χ. 512, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 18· ἀράμενοι δαυλοὺς διαπύρους ἔθεον ἐπὶ τὰς οἰκίας… καταφλέξοντες Πλουτ. Καῖσ. 68, κτλ.· μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 10· πρβλ. καταφέγγω ·- Παθ., κατακαίομαι, Θουκ. 4. 133· καταφλεχθῆναι Διοδ. Ἐκλογ. 459. 67· καταφλεγῆναι Δίων Χρυσόστομ. 46, 518· μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Εὐμάθ. 266, Φιλόστρ., κτλ. ΙΙ. καταρρίπτω ὡς διὰ κεραυνοῦ, καταβάλλω, κ. καὶ καταβροντᾷ τοὺς ῥήτορας (κοινῶς: καταφέγγει) Λογγῖν. 34. 4 πρβλ. καταβροντάω.

Middle Liddell

fut. ξω
to burn down, burn up, consume, πυρί Il., Hes., etc.:—Pass. to be burnt down, Thuc.

Léxico de magia

abrasar, consumir completamente como acción de la divinidad ὁρκίζω σε τὸν τῶν αὐχενίων γιγάντων τοῖς πρηστῆρσι καταφλέξαντα te conjuro por el que abrasó a los soberbios gigantes con huracanes P IV 3059 Ζμύρνα, Ζμύρνα, ... ἡ καταφλέξασα τὸ ἕλος τοῦ Ἀχαλδα Mirra, Mirra, la que consumió el pantano de Acalda P XXXVI 336