περιπήγνυμι: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peripignymi | |Transliteration C=peripignymi | ||
|Beta Code=periph/gnumi | |Beta Code=periph/gnumi | ||
|Definition=and περιπηγνύω (Plu.2.433b) : also περιπήττω (v. infr.) :— < | |Definition=and [[περιπηγνύω]] (Plu.2.433b): also [[περιπήττω]] (v. infr.):—<br><span class="bld">A</span> [[fix round]], [[fence round]], c. acc. loci, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν Pi.''O.''10(11).45; π. τῷ σώματι Χιτῶνα Plu.2.966d:—Pass. with pf. περιπέπηγα, αἷς π. ἡ σαρκώδης οὐσία Gal.18(2).597; περιπησσέσθωσαν σανίδες Apollod. ''Poliorc.''173.13; <b class="b3">περιπαγῆναί τινι τὸν αὐχένα</b> to have one's [[neck]] [[fixed]] in it, Ar.''Fr.''301.<br><span class="bld">2</span> [[make to congeal round]], τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Plu.2.433b:—Pass. with pf. intr. <b class="b3">-πέπηγα, τὰ ὑποδήματα π.</b> [[are frozen on the feet]], X.''An.''4.5.14; περιπήττεται τὸ ὕδωρ τινί Str.12.5.4; τὸ δάκρυον [τῆς ἀμπέλου] π. τοῖς στελέχεσι Dsc.5.1; of a [[coated]] tongue, Gal.17(2).277: metaph., τἀγαθῷ -πεπηγός Dam.''Pr.''70. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0587.png Seite 587]] und περιπηγνύω (s. [[πήγνυμι]]), rings herum, darüber, daran befestigen; Pind. in tmesi, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν, Ol. 11, 47, einhägend; einfugen; darum, darüber gerinnen, gefrieren, hart werden lassen, u. pass. ringsum fest werden, gerinnen, frieren, τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο Xen. An. 4, 5, 14, u. Sp.; vgl. Ar. bei Poll. 10, 113. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0587.png Seite 587]] und περιπηγνύω (s. [[πήγνυμι]]), rings herum, darüber, daran befestigen; Pind. in tmesi, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν, Ol. 11, 47, einhägend; einfugen; darum, darüber gerinnen, gefrieren, hart werden lassen, u. pass. ringsum fest werden, gerinnen, frieren, τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο Xen. An. 4, 5, 14, u. Sp.; vgl. Ar. bei Poll. 10, 113. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=<b>1</b> [[ficher]] <i>ou</i> fixer tout autour : [[τῷ]] σώματι χιτῶνα PLUT fixer sa tunique autour de son corps ; <i>Pass.</i> se fixer autour de, τινι;<br /><b>2</b> [[faire durcir autour de]] <i>ou</i> sur : περιπηγνύειν τὴν τέφραν [[τῷ]] βώμῳ PLUT faire durcir <i>ou</i> rendre compacte la cendre autour de l'autel ; <i>Pass.</i> se congeler autour de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-πήγνυμι en περι-πηγνύω, alleen pass. geheel bevriezen. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''περιπήγνῡμι:''' и [[περιπηγνύω]]<br /><b class="num">1</b> [[кругом прикреплять]], [[прилаживать]] (τῷ σώματι χιτῶνα Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[прибивать]], [[приколачивать]] (σαυνίῳ τὸν φλοιόν Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[скреплять]], [[делать твердым]] (τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Plut.): τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυτο Xen. обувь затвердела (от мороза). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''περιπήγνῡμι:''' μέλ. <i>-πήξω</i>· [[στερεώνω]] [[ολόγυρα]], φτιάχνω φράχτη [[τριγύρω]], με αιτ. τόπου, σε Πίνδ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. <i>περιπέπηγα</i>, σταθεροποιούμαι [[ολόγυρα]], σε Πλούτ. — Παθ., <i>τὰ ὑποδήματα περ</i>., πάγωναν στα πόδια, σε Ξεν. | |lsmtext='''περιπήγνῡμι:''' μέλ. <i>-πήξω</i>· [[στερεώνω]] [[ολόγυρα]], φτιάχνω φράχτη [[τριγύρω]], με αιτ. τόπου, σε Πίνδ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. <i>περιπέπηγα</i>, σταθεροποιούμαι [[ολόγυρα]], σε Πλούτ. — Παθ., <i>τὰ ὑποδήματα περ</i>., πάγωναν στα πόδια, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περιπήγνῡμι''': καὶ -ύω (Πλούτ. 2. 423Α)· [[ὡσαύτως]] περιπήττω (ἴδε ἐν τέλ.)· μέλλ. -πήξω. Ἐμπήγω ὁλόγυρα ἢ στερεώνω, [[σχηματίζω]] φραγμὸν ὁλόγυρα, μετ’ αἰτ. τόπου, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν Πινδ. Ο. (11). 54· π. τῷ σώματι χιτῶνα Πλούτ. 2. 966D· ― Παθ., μετὰ πρκμ., περιπέπηγα, ἄγκιστρα περιπαγέντα (περιπαρέντα Herch.) τοῖς ἰχθύσι Αἰλ. π. Ζ. 15. 10· αἷς περιπέπηγεν ἡ [[σαρκώδης]] [[οὐσία]] Γαλην. τ. 6, σ. 772, 1· ― περιπαγῆναί τινι αὐχένα, περισφιγχθῆναι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 286. 2) [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ πήξῃ ἢ στερεωθῇ ὁλόγυρα, τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Πλούτ. 2. 433Β. ― Παθ., τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο, ἐπήγνυντο (ἐπάγωναν) περὶ τοὺς πόδας, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 14· τὸ [[ὕδωρ]] περιπήττεταί τινι Στράβ. 568. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -πήξω<br />to fix [[round]], to make a [[fence]] [[round]], c. acc. loci, Pind.:—Pass., with perf. act. περιπέπηγα, to be [[fixed]] [[around]], Plut.:—Pass., τὰ ὑποδήματα π. are [[frozen]] on the feet, Xen. | |mdlsjtxt=fut. -πήξω<br />to fix [[round]], to make a [[fence]] [[round]], c. acc. loci, Pind.:—Pass., with perf. act. περιπέπηγα, to be [[fixed]] [[around]], Plut.:—Pass., τὰ ὑποδήματα π. are [[frozen]] on the feet, Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:15, 25 August 2023
English (LSJ)
and περιπηγνύω (Plu.2.433b): also περιπήττω (v. infr.):—
A fix round, fence round, c. acc. loci, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν Pi.O.10(11).45; π. τῷ σώματι Χιτῶνα Plu.2.966d:—Pass. with pf. περιπέπηγα, αἷς π. ἡ σαρκώδης οὐσία Gal.18(2).597; περιπησσέσθωσαν σανίδες Apollod. Poliorc.173.13; περιπαγῆναί τινι τὸν αὐχένα to have one's neck fixed in it, Ar.Fr.301.
2 make to congeal round, τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Plu.2.433b:—Pass. with pf. intr. -πέπηγα, τὰ ὑποδήματα π. are frozen on the feet, X.An.4.5.14; περιπήττεται τὸ ὕδωρ τινί Str.12.5.4; τὸ δάκρυον [τῆς ἀμπέλου] π. τοῖς στελέχεσι Dsc.5.1; of a coated tongue, Gal.17(2).277: metaph., τἀγαθῷ -πεπηγός Dam.Pr.70.
German (Pape)
[Seite 587] und περιπηγνύω (s. πήγνυμι), rings herum, darüber, daran befestigen; Pind. in tmesi, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν, Ol. 11, 47, einhägend; einfugen; darum, darüber gerinnen, gefrieren, hart werden lassen, u. pass. ringsum fest werden, gerinnen, frieren, τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο Xen. An. 4, 5, 14, u. Sp.; vgl. Ar. bei Poll. 10, 113.
French (Bailly abrégé)
1 ficher ou fixer tout autour : τῷ σώματι χιτῶνα PLUT fixer sa tunique autour de son corps ; Pass. se fixer autour de, τινι;
2 faire durcir autour de ou sur : περιπηγνύειν τὴν τέφραν τῷ βώμῳ PLUT faire durcir ou rendre compacte la cendre autour de l'autel ; Pass. se congeler autour de, τινι.
Étymologie: περί, πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πήγνυμι en περι-πηγνύω, alleen pass. geheel bevriezen.
Russian (Dvoretsky)
περιπήγνῡμι: и περιπηγνύω
1 кругом прикреплять, прилаживать (τῷ σώματι χιτῶνα Plut.);
2 прибивать, приколачивать (σαυνίῳ τὸν φλοιόν Plut.);
3 скреплять, делать твердым (τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Plut.): τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυτο Xen. обувь затвердела (от мороза).
Greek Monolingual
ΜΑ, περιπηγνύω Α
στερεώνω, καρφώνω ολόγυρα
αρχ.
1. σχηματίζω φραγμό ολόγυρα, περιφράζω
2. ενεργώ ώστε να στερεωθεί ή να συναρμοστεί κάτι γύρω από κάτι άλλο («τὴν τέφραν προσπλάττουσι τῷ βωμῷ καὶ περιπηγνύουσι... παραχέοντες ὕδωρ», Πλούτ.)
3. περιβάλλω, ενδύω («περιπήγνυσι τῷ σώματι χιτῶνα», Πλούτ.)
4. ιδρύω
5. (ο παθ. παρακμ.) περιπέπηγα
παγώνω πάνω σε κάτι («εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντες καὶ τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο», Ξεν.)
6. φρ. «περιπήγνυμαι αὐχένα» — περισφίγγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πήγνυμι «στερεώνω»].
Greek Monotonic
περιπήγνῡμι: μέλ. -πήξω· στερεώνω ολόγυρα, φτιάχνω φράχτη τριγύρω, με αιτ. τόπου, σε Πίνδ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. περιπέπηγα, σταθεροποιούμαι ολόγυρα, σε Πλούτ. — Παθ., τὰ ὑποδήματα περ., πάγωναν στα πόδια, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
περιπήγνῡμι: καὶ -ύω (Πλούτ. 2. 423Α)· ὡσαύτως περιπήττω (ἴδε ἐν τέλ.)· μέλλ. -πήξω. Ἐμπήγω ὁλόγυρα ἢ στερεώνω, σχηματίζω φραγμὸν ὁλόγυρα, μετ’ αἰτ. τόπου, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν Πινδ. Ο. (11). 54· π. τῷ σώματι χιτῶνα Πλούτ. 2. 966D· ― Παθ., μετὰ πρκμ., περιπέπηγα, ἄγκιστρα περιπαγέντα (περιπαρέντα Herch.) τοῖς ἰχθύσι Αἰλ. π. Ζ. 15. 10· αἷς περιπέπηγεν ἡ σαρκώδης οὐσία Γαλην. τ. 6, σ. 772, 1· ― περιπαγῆναί τινι αὐχένα, περισφιγχθῆναι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 286. 2) κάμνω ὥστε νὰ πήξῃ ἢ στερεωθῇ ὁλόγυρα, τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Πλούτ. 2. 433Β. ― Παθ., τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο, ἐπήγνυντο (ἐπάγωναν) περὶ τοὺς πόδας, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 14· τὸ ὕδωρ περιπήττεταί τινι Στράβ. 568.
Middle Liddell
fut. -πήξω
to fix round, to make a fence round, c. acc. loci, Pind.:—Pass., with perf. act. περιπέπηγα, to be fixed around, Plut.:—Pass., τὰ ὑποδήματα π. are frozen on the feet, Xen.