πνιγῖτις: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pnigitis | |Transliteration C=pnigitis | ||
|Beta Code=pnigi=tis | |Beta Code=pnigi=tis | ||
|Definition=(sc. [[γῆ]]), ιδος, ἡ, a sort of | |Definition=(''[[sc.]]'' [[γῆ]]), ιδος, ἡ, a sort of [[clay]], Dsc.5.157, Plin. ''HN''35.194. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br /><b>φρ.</b> | |mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br /><b>φρ.</b> «πνιγῖτις γῆ» — [[είδος]] μελανόχρωμου χώματος, ὁμοιου ως [[προς]] την [[ποιότητα]] με τον αμπελίτη, που ονομάστηκε [[έτσι]] [[γιατί]] βρίσκεται σε στενούς τόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πνίγ</i>- του [[πνίγω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[στεγίτις]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
English (LSJ)
(sc. γῆ), ιδος, ἡ, a sort of clay, Dsc.5.157, Plin. HN35.194.
German (Pape)
[Seite 641] ἡ, γῆ, eine Thonart; Diosc.; Plin. H. N. 34, 16.
Greek (Liddell-Scott)
πνῑγῖτις: (δηλ. γῆ) ἡ, εἶδος πηλοῦ, Διοσκ. 5. 177, Πλίν. 35. 56.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
φρ. «πνιγῖτις γῆ» — είδος μελανόχρωμου χώματος, ὁμοιου ως προς την ποιότητα με τον αμπελίτη, που ονομάστηκε έτσι γιατί βρίσκεται σε στενούς τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνίγ- του πνίγω + επίθημα -ῖτις (πρβλ. στεγίτις)].