πολυγλώχιν: Difference between revisions

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyglochin
|Transliteration C=polyglochin
|Beta Code=poluglw/xin
|Beta Code=poluglw/xin
|Definition=ῑνος, ὁ, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[many-barbed]], σίδηρος <span class="bibl">D.P.476</span>; ἀκόντιον <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.82</span>: metaph., ἐλάφοιο κεραίη <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span> 36</span>.</span>
|Definition=ῑνος, ὁ, ἡ, [[many-barbed]], σίδηρος D.P.476; ἀκόντιον App.''BC''5.82: metaph., ἐλάφοιο κεραίη Nic.''Th.'' 36.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ακιδώδης]], [[αιχμηρός]] («ἀκοντίῳ πολυγλώχινι», <b>Αππ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («[[πολυγλώχιν]] ἐλάφοιο κεραίη», Νικ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γλωχίν]] «[[αιχμή]], [[μύτη]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>γλώχιν</i>)].
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ακιδώδης]], [[αιχμηρός]] («ἀκοντίῳ πολυγλώχινι», <b>Αππ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («[[πολυγλώχιν]] ἐλάφοιο κεραίη», Νικ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γλωχίν]] «[[αιχμή]], [[μύτη]]» ([[πρβλ]]. [[τριγλώχιν]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγλώχῑν Medium diacritics: πολυγλώχιν Low diacritics: πολυγλώχιν Capitals: ΠΟΛΥΓΛΩΧΙΝ
Transliteration A: polyglṓchin Transliteration B: polyglōchin Transliteration C: polyglochin Beta Code: poluglw/xin

English (LSJ)

ῑνος, ὁ, ἡ, many-barbed, σίδηρος D.P.476; ἀκόντιον App.BC5.82: metaph., ἐλάφοιο κεραίη Nic.Th. 36.

German (Pape)

[Seite 661] ὁ, ἡ, vielspitzig, σίδηρος, Dio Per. 476.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγλώχῑν: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς γλωχῖνας, πολυγλώχινι σιδήρῳ, «πολυγώνῳ» (Σχόλ.), Διον ΙΙ. 476, Ἀππ. Ἐμ. φύλ. 5. 82· ― ὁ Νίκ. ἐν Θηρ. 36 χρῆται τῇ λέξει ἐπὶ τῶν κλάδων τῶν κεράτων ἐλάφου.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
1. ακιδώδης, αιχμηρός («ἀκοντίῳ πολυγλώχινι», Αππ.)
2. (για κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολυγλώχιν ἐλάφοιο κεραίη», Νικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τριγλώχιν)].