προώλης: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proolis | |Transliteration C=proolis | ||
|Beta Code=prow/lhs | |Beta Code=prow/lhs | ||
|Definition= | |Definition=προώλες, ([[ὄλλυμι]]) [[utterly destroyed]] or [[ruined]], <b class="b3">ἐξώλης καὶ π.</b> D.19.172, cf. 18.324, Ael.''Fr.''325, Ἀρχ. Δελτ. ''ΙΙ'' παρ. 20 (Lesbos, <b class="b3">πρωώλ-</b>). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0801.png Seite 801]] ες, vorher verdorben, unglücklich, [[ἐξώλης]] ἀπολοίμην καὶ [[προώλης]] Dem. 19, 172, u. in derselben Vrbdg 18, 324. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0801.png Seite 801]] ες, vorher verdorben, unglücklich, [[ἐξώλης]] ἀπολοίμην καὶ [[προώλης]] Dem. 19, 172, u. in derselben Vrbdg 18, 324. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ης, ες:<br />[[entièrement perdu]], [[anéanti]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὄλλυμι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προώλης -ες [[[πρό]], [[ὄλλυμι]]] [[vernietigd]]:. ἐξώλης καὶ προώλης met wortel en tak uitgeroeid Dem. 19.172. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''προώλης:''' [[совершенно погибший]], [[уничтоженный]] (только в клятвенной формуле): [[ἐξώλης]] ἀπολοίμην καὶ π.! Dem. да погибну я и пропаду бесследно! | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[προώλης]], -ῶλες, ΝΑ, και [[λεσβιακός]] τ. πρωώλης, -ῶλες, Α<br /><b>φρ.</b> «[[εξώλης]] και [[προώλης]]» — [[ολωσδιόλου]] διεφθαρμένος στην [[ψυχή]] και στο [[σώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τελείως]] κατεστραμμένος, αφανισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]»), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ες / [[προώλης]], -ῶλες, ΝΑ, και [[λεσβιακός]] τ. πρωώλης, -ῶλες, Α<br /><b>φρ.</b> «[[εξώλης]] και [[προώλης]]» — [[ολωσδιόλου]] διεφθαρμένος στην [[ψυχή]] και στο [[σώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τελείως]] κατεστραμμένος, αφανισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]»), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> [[εξώλης]], [[πανώλης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προώλης:''' -ες ([[ὄλλυμι]]), κατεστραμμένος από [[πριν]], σε Δημ. | |lsmtext='''προώλης:''' -ες ([[ὄλλυμι]]), κατεστραμμένος από [[πριν]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προώλης''': -ες, ([[ὄλλυμι]]) κατεστραμμένος [[προηγουμένως]], [[ἄξιος]] νὰ χαθῇ κακὸς κακῶς προώρως, [[ἐξώλης]] καὶ πρ. (ἴδε [[ἐξώλης]]) Δημ. 395. 7, πρβλ. 332· 22· [[ἄβιος]] καὶ πρ. σὺν τῷ σπέρματι ἀποθάνοι Συλλ. Ἐπιγρ. 3915. 47, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρόν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
προώλες, (ὄλλυμι) utterly destroyed or ruined, ἐξώλης καὶ π. D.19.172, cf. 18.324, Ael.Fr.325, Ἀρχ. Δελτ. ΙΙ παρ. 20 (Lesbos, πρωώλ-).
German (Pape)
[Seite 801] ες, vorher verdorben, unglücklich, ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ προώλης Dem. 19, 172, u. in derselben Vrbdg 18, 324.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
entièrement perdu, anéanti.
Étymologie: πρό, ὄλλυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προώλης -ες [πρό, ὄλλυμι] vernietigd:. ἐξώλης καὶ προώλης met wortel en tak uitgeroeid Dem. 19.172.
Russian (Dvoretsky)
προώλης: совершенно погибший, уничтоженный (только в клятвенной формуле): ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ π.! Dem. да погибну я и пропаду бесследно!
Greek Monolingual
-ες / προώλης, -ῶλες, ΝΑ, και λεσβιακός τ. πρωώλης, -ῶλες, Α
φρ. «εξώλης και προώλης» — ολωσδιόλου διεφθαρμένος στην ψυχή και στο σώμα
αρχ.
τελείως κατεστραμμένος, αφανισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ώλης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. εξώλης, πανώλης)].
Greek Monotonic
προώλης: -ες (ὄλλυμι), κατεστραμμένος από πριν, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
προώλης: -ες, (ὄλλυμι) κατεστραμμένος προηγουμένως, ἄξιος νὰ χαθῇ κακὸς κακῶς προώρως, ἐξώλης καὶ πρ. (ἴδε ἐξώλης) Δημ. 395. 7, πρβλ. 332· 22· ἄβιος καὶ πρ. σὺν τῷ σπέρματι ἀποθάνοι Συλλ. Ἐπιγρ. 3915. 47, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρόν.
Middle Liddell
προ-ώλης, ες ὄλλυμι
ruined beforehand, Dem.