τέμαχος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
mNo edit summary
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=temachos
|Transliteration C=temachos
|Beta Code=te/maxos
|Beta Code=te/maxos
|Definition=εος, τό, (<b class="b3">τεμᾰ-</b>, root of <b class="b3">τέμνω, τέτμημαι</b>) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[slice of fish]] ([[τόμος]] being commonly employed of meat, cf. Phryn.13), <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aff.</span>41</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>283</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pl.</span>894</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.4.28</span>, <span class="bibl">Alex.186.8</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>82.10</span> (iii B.C.), etc.; κεστρᾶν τεμάχη <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>339</span>; θύννου <span class="bibl">Ephipp.12</span> (anap.): later, generally, for [[slices of meat]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Gall.</span>14</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>1.21</span>, <span class="bibl">2.6</span>; of fruit, <span class="bibl">Paul.Aeg.7.11</span>: sg. in collective sense, prob. in <span class="title">IPE</span>12.76.15 (Olbia, cf. <span class="title">Supp.Epigr.</span>3.587): metaph., <b class="b3">τεμάχη τῶν Ὁμήρου δείπνων</b> Aesch. ap. <span class="bibl">Ath.8.347e</span>.</span>
|Definition=εος, τό, (τεμᾰ-, root of [[τέμνω]], [[τέτμημαι]]) [[slice of fish]] ([[τόμος]] being commonly employed of [[meat]], cf. Phryn.13), Hp.''Aff.''41, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''283, ''Pl.''894, X.''An.''5.4.28, Alex.186.8, ''PCair.Zen.''82.10 (iii B.C.), etc.; κεστρᾶν τεμάχη Ar.''Nu.''339; θύννου Ephipp.12 (anap.): later, generally, for [[slices of meat]], Luc.''Gall.''14, Philostr.''VA''1.21, 2.6; of [[fruit]], Paul.Aeg.7.11: sg. in collective sense, prob. in ''IPE''12.76.15 (Olbia, cf. ''Supp.Epigr.''3.587): metaph., <b class="b3">τεμάχη τῶν Ὁμήρου δείπνων</b> Aesch. ap. Ath.8.347e.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1090.png Seite 1090]] εος, τό, ein abgeschnittenes od. abgehauenes Stück, bes. von großen eingesalzenen Meerfischen; Ar. Ach. 846 Equ. 283 Nubb. 338 u. öfter; χοίρων, Phryn. in B. A. 65; Xen. An. 5, 4, 26; oft bei Ath. Vgl. Lob. Phryn. 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1090.png Seite 1090]] εος, τό, ein abgeschnittenes od. abgehauenes Stück, bes. von großen eingesalzenen Meerfischen; Ar. Ach. 846 Equ. 283 Nubb. 338 u. öfter; χοίρων, Phryn. in B. A. 65; Xen. An. 5, 4, 26; oft bei Ath. Vgl. Lob. Phryn. 22.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> [[tranche de poisson salé]];<br /><b>2</b> [[tranche de salaison]] <i>en gén.</i>, toute tranche d'aliment.<br />'''Étymologie:''' [[τέμνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τέμᾰχος:''' εος τό<br /><b class="num">1</b> [[кусок]], [[ломтик]] (δελφίνων τεμάχη Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[соленая рыба]] ([[κρέας]] καὶ τ. Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τέμᾰχος''': -εος, τό, (√ΤΕΜ, [[τέμνω]]) [[τεμάχιον]] τεταριχευμένου ἰχθύος· τὸμος δὲ ἐλέγετο συνήθως ἐπὶ κρέατος, Ἱππ. 526. 28, Ἀριστοφ. Ἱππ. 283, Πλ. 894, Ξενοφ., κλπ.· κεστρᾶν τεμάχη Ἀριστοφ. Νεφ. 339· θύννου τεμάχη Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 1·- ἀκολούθως [[καθόλου]], ἐπὶ τεμαχίων κρέατος, Φιλόστρ. 27, 54, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14· μεταφορ., τεμάχη τῶν Ὁμήρου δείπνων Ἀθήν. 347Ε· ἰδὲ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 22.
|lstext='''τέμᾰχος''': -εος, τό, (√ΤΕΜ, [[τέμνω]]) [[τεμάχιον]] τεταριχευμένου ἰχθύος· τὸμος δὲ ἐλέγετο συνήθως ἐπὶ κρέατος, Ἱππ. 526. 28, Ἀριστοφ. Ἱππ. 283, Πλ. 894, Ξενοφ., κλπ.· κεστρᾶν τεμάχη Ἀριστοφ. Νεφ. 339· θύννου τεμάχη Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 1·- ἀκολούθως [[καθόλου]], ἐπὶ τεμαχίων κρέατος, Φιλόστρ. 27, 54, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14· μεταφορ., τεμάχη τῶν Ὁμήρου δείπνων Ἀθήν. 347Ε· ἰδὲ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 22.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> tranche de poisson salé;<br /><b>2</b> tranche de salaison <i>en gén.</i>, toute tranche d’aliment.<br />'''Étymologie:''' [[τέμνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ<br />[[τεμάχιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ηπειρωτικά τεμάχη»<br /><b>γεωλ.</b> γεωλογικό [[σύμπλεγμα]] ηπειρωτικών διαστάσεων που απαντά [[μέσα]] σε σειρές ιζηματογενών πετρωμάτων ή συνδέεται με τις τεκτονικές διεργασίες τών επωθήσεων<br />β) «αλλόχθονα τεμάχη»<br /><b>γεωλ.</b> γεωλογικό [[άθροισμα]] μικρότερων διαστάσεων από τα ηπειρωτικά τεμάχη το οποίο απαντά [[μέσα]] σε σειρές ιζηματογενών πετρωμάτων ή συνδέεται με τις τεκτονικές διεργασίες τών επωθήσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) [[κομμάτι]] παστού ψαριού ή κρέατος<br /><b>2.</b> (και μτφ.) [[καρπός]] («τὰς αὑτοῡ τραγωδίας τεμάχη [[εἶναι]] ἔλεγε τῶν Ὁμήρου μεγάλων δείπνων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τέμνω]].
|mltxt=το, ΝΜΑ<br />[[τεμάχιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ηπειρωτικά τεμάχη»<br /><b>γεωλ.</b> γεωλογικό [[σύμπλεγμα]] ηπειρωτικών διαστάσεων που απαντά [[μέσα]] σε σειρές ιζηματογενών πετρωμάτων ή συνδέεται με τις τεκτονικές διεργασίες τών επωθήσεων<br />β) «αλλόχθονα τεμάχη»<br /><b>γεωλ.</b> γεωλογικό [[άθροισμα]] μικρότερων διαστάσεων από τα ηπειρωτικά τεμάχη το οποίο απαντά [[μέσα]] σε σειρές ιζηματογενών πετρωμάτων ή συνδέεται με τις τεκτονικές διεργασίες τών επωθήσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) [[κομμάτι]] παστού ψαριού ή κρέατος<br /><b>2.</b> (και μτφ.) [[καρπός]] («τὰς αὑτοῦ τραγωδίας τεμάχη [[εἶναι]] ἔλεγε τῶν Ὁμήρου μεγάλων δείπνων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τέμνω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τέμᾰχος:''' -εος, τό ([[τέμνω]]), [[κομμάτι]] παστωμένου ψαριού, σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.· γενικά, [[κομμάτι]] κρέατος, σε Λουκ.
|lsmtext='''τέμᾰχος:''' -εος, τό ([[τέμνω]]), [[κομμάτι]] παστωμένου ψαριού, σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.· γενικά, [[κομμάτι]] κρέατος, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''τέμᾰχος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> кусок, ломтик (δελφίνων τεμάχη Xen.);<br /><b class="num">2)</b> соленая рыба ([[κρέας]] καὶ τ. Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 13:37, 16 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέμᾰχος Medium diacritics: τέμαχος Low diacritics: τέμαχος Capitals: ΤΕΜΑΧΟΣ
Transliteration A: témachos Transliteration B: temachos Transliteration C: temachos Beta Code: te/maxos

English (LSJ)

εος, τό, (τεμᾰ-, root of τέμνω, τέτμημαι) slice of fish (τόμος being commonly employed of meat, cf. Phryn.13), Hp.Aff.41, Ar.Eq.283, Pl.894, X.An.5.4.28, Alex.186.8, PCair.Zen.82.10 (iii B.C.), etc.; κεστρᾶν τεμάχη Ar.Nu.339; θύννου Ephipp.12 (anap.): later, generally, for slices of meat, Luc.Gall.14, Philostr.VA1.21, 2.6; of fruit, Paul.Aeg.7.11: sg. in collective sense, prob. in IPE12.76.15 (Olbia, cf. Supp.Epigr.3.587): metaph., τεμάχη τῶν Ὁμήρου δείπνων Aesch. ap. Ath.8.347e.

German (Pape)

[Seite 1090] εος, τό, ein abgeschnittenes od. abgehauenes Stück, bes. von großen eingesalzenen Meerfischen; Ar. Ach. 846 Equ. 283 Nubb. 338 u. öfter; χοίρων, Phryn. in B. A. 65; Xen. An. 5, 4, 26; oft bei Ath. Vgl. Lob. Phryn. 22.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 tranche de poisson salé;
2 tranche de salaison en gén., toute tranche d'aliment.
Étymologie: τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

τέμᾰχος: εος τό
1 кусок, ломтик (δελφίνων τεμάχη Xen.);
2 соленая рыба (κρέας καὶ τ. Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τέμᾰχος: -εος, τό, (√ΤΕΜ, τέμνω) τεμάχιον τεταριχευμένου ἰχθύος· τὸμος δὲ ἐλέγετο συνήθως ἐπὶ κρέατος, Ἱππ. 526. 28, Ἀριστοφ. Ἱππ. 283, Πλ. 894, Ξενοφ., κλπ.· κεστρᾶν τεμάχη Ἀριστοφ. Νεφ. 339· θύννου τεμάχη Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 1·- ἀκολούθως καθόλου, ἐπὶ τεμαχίων κρέατος, Φιλόστρ. 27, 54, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14· μεταφορ., τεμάχη τῶν Ὁμήρου δείπνων Ἀθήν. 347Ε· ἰδὲ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 22.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
τεμάχιο
νεοελλ.
φρ. α) «ηπειρωτικά τεμάχη»
γεωλ. γεωλογικό σύμπλεγμα ηπειρωτικών διαστάσεων που απαντά μέσα σε σειρές ιζηματογενών πετρωμάτων ή συνδέεται με τις τεκτονικές διεργασίες τών επωθήσεων
β) «αλλόχθονα τεμάχη»
γεωλ. γεωλογικό άθροισμα μικρότερων διαστάσεων από τα ηπειρωτικά τεμάχη το οποίο απαντά μέσα σε σειρές ιζηματογενών πετρωμάτων ή συνδέεται με τις τεκτονικές διεργασίες τών επωθήσεων
αρχ.
1. (ιδίως) κομμάτι παστού ψαριού ή κρέατος
2. (και μτφ.) καρπός («τὰς αὑτοῦ τραγωδίας τεμάχη εἶναι ἔλεγε τῶν Ὁμήρου μεγάλων δείπνων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέμνω.

Greek Monotonic

τέμᾰχος: -εος, τό (τέμνω), κομμάτι παστωμένου ψαριού, σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.· γενικά, κομμάτι κρέατος, σε Λουκ.

Middle Liddell

τέμᾰχος, ος, εος, τό, τέμνω
a slice of salt-fish, Ar., Xen., etc.: generally, a slice of meat, Luc.

Frisk Etymology German

τέμαχος: {témakhos}
See also: s. τέμνω.
Page 2,873