τριχωτός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trichotos
|Transliteration C=trichotos
|Beta Code=trixwto/s
|Beta Code=trixwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[furnished with hair]], [[hairy]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 491a30</span>, <span class="bibl"><span class="title">PA</span>692b11</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span>172.2</span>: τὰ τ. [[animals furnished with hair]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>665a6</span>.</span>
|Definition=τριχωτή, τριχωτόν, [[furnished with hair]], [[hairy]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 491a30, ''PA''692b11, [[Theophrastus|Thphr.]] ''Fragmenta'' 172.2: τὰ τ. [[animals furnished with hair]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''665a6.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[behaart]], [[haarig]]</i>, Arist. <i>part.anim</i>. 3.3.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐχωτός:''' [[покрытый волосами или шерстью]], [[волосатый]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τριχωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τριχῶ]]<br />αυτός που έχει πολλές [[τρίχες]], [[δασύτριχος]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τριχωτό [[δέρμα]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[δέρμα]] που φέρει [[τρίχες]]<br />β) «τριχωτό της κεφαλής» — το [[επάνω]] [[μέρος]] του κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά<br />γ) «τριχωτή [[γλώσσα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[υπερτροφία]] και [[υπερκεράτωση]] τών τριχοειδών θηλών της επιφάνειας της γλώσσας, σκοτεινού χρώματος, που δίνει την [[εντύπωση]] ότι η επιφάνειά της [[είναι]] τριχωτή<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τριχωτά</i><br />ζώα που το [[δέρμα]] τους καλύπτεται με [[τρίχες]] («ἐπιγλωττίδος, ἣν ἔχουσι τὰ τριχωτά», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό / [[τριχωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τριχῶ]]<br />αυτός που έχει πολλές [[τρίχες]], [[δασύτριχος]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τριχωτό [[δέρμα]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[δέρμα]] που φέρει [[τρίχες]]<br />β) «τριχωτό της κεφαλής» — το [[επάνω]] [[μέρος]] του κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά<br />γ) «τριχωτή [[γλώσσα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[υπερτροφία]] και [[υπερκεράτωση]] τών τριχοειδών θηλών της επιφάνειας της γλώσσας, σκοτεινού χρώματος, που δίνει την [[εντύπωση]] ότι η επιφάνειά της [[είναι]] τριχωτή<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τριχωτά</i><br />ζώα που το [[δέρμα]] τους καλύπτεται με [[τρίχες]] («ἐπιγλωττίδος, ἣν ἔχουσι τὰ τριχωτά», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐχωτός:''' покрытый волосами или шерстью, волосатый Arst.
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριχωτός Medium diacritics: τριχωτός Low diacritics: τριχωτός Capitals: ΤΡΙΧΩΤΟΣ
Transliteration A: trichōtós Transliteration B: trichōtos Transliteration C: trichotos Beta Code: trixwto/s

English (LSJ)

τριχωτή, τριχωτόν, furnished with hair, hairy, Arist.HA 491a30, PA692b11, Thphr. Fragmenta 172.2: τὰ τ. animals furnished with hair, Arist.PA665a6.

German (Pape)

behaart, haarig, Arist. part.anim. 3.3.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχωτός: покрытый волосами или шерстью, волосатый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τρίχας, τριχοφόρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, π. Ζ. Μορ. 4. 12. 30· τὰ τριχωτά, ζῷα ἔχοντα τρίχας, αὐτόθι 3. 3, 14.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τριχωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ τριχῶ
αυτός που έχει πολλές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός
νεοελλ.
φρ. α) «τριχωτό δέρμα»
ανατ. το δέρμα που φέρει τρίχες
β) «τριχωτό της κεφαλής» — το επάνω μέρος του κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά
γ) «τριχωτή γλώσσα»
ιατρ. υπερτροφία και υπερκεράτωση τών τριχοειδών θηλών της επιφάνειας της γλώσσας, σκοτεινού χρώματος, που δίνει την εντύπωση ότι η επιφάνειά της είναι τριχωτή
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τριχωτά
ζώα που το δέρμα τους καλύπτεται με τρίχες («ἐπιγλωττίδος, ἣν ἔχουσι τὰ τριχωτά», Αριστοτ.).