ἀνάελπτος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaelptos
|Transliteration C=anaelptos
|Beta Code=a)na/elptos
|Beta Code=a)na/elptos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἄελπτος]], [[unlooked for]], ἀνάελπτα παθόντες <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>660</span>. (Prob. misspelt for <b class="b3">ἀν-έϝελπτος</b>.) </span>
|Definition=ἀνάελπτον, = [[ἄελπτος]], [[unlooked for]], ἀνάελπτα παθόντες Hes. ''Th.''660. (Prob. misspelt for <b class="b3">ἀνέϝελπτος</b>.)  
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[inesperado]] ἀνάελπτα παθόντες Hes.<i>Th</i>.660.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0187.png Seite 187]] (vgl. [[ἀνάεδνος]]), unverhofft, unerwartet, Hes. Ih. 660; vgl. ἀν-.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0187.png Seite 187]] (vgl. [[ἀνάεδνος]]), unverhofft, unerwartet, Hes. Ih. 660; vgl. ἀν-.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[inespéré]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], ἔλπομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάελπτος:''' [[неожиданный]] (ἀνάελπτα παθόντες Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάελπτος''': -ον, ὡς τὸ [[ἄελπτος]], [[ἀπροσδόκητος]], ἀνάελπτα παθόντες Ἡσ. Θ. 660· ([[κυρίως]] ἀνάϝελπτος, ἴδε [[ἀνάεδνος]]).
|lstext='''ἀνάελπτος''': -ον, ὡς τὸ [[ἄελπτος]], [[ἀπροσδόκητος]], ἀνάελπτα παθόντες Ἡσ. Θ. 660· ([[κυρίως]] ἀνάϝελπτος, ἴδε [[ἀνάεδνος]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inespéré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], ἔλπομαι.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[inesperado]] ἀνάελπτα παθόντες Hes.<i>Th</i>.660.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάελπτος]], -ον (Α)<br />[[ανέλπιστος]], [[απροσδόκητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρημ. επίθ. σε -<i>τος</i>. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την [[ετυμολογία]] της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό [[ἀνάεδνος]]. Κατά μία [[άποψη]], [[ἀνάελπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔλπομαι</i> «[[ελπίζω]], [[προσδοκώ]]». Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[ἀνάελπτος]] αποτελεί εσφαλμένη [[απόδοση]] ή [[παραλλαγή]] του τ. <i>ἀνέελπτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>-<i>έF</i>-<i>ελπτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἐέλπομαι]], αναλογικά [[προς]] τα [[σύνθετα]] με την [[πρόθεση]] <i>ἀνά</i>-. Κατά [[τρίτη]] [[τέλος]] [[άποψη]], [[ἀνάελπτος]] <span style="color: red;"><</span> ἀ-προθεμ. <span style="color: red;">+</span> [[ἄελπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔλπομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀνάεδνος]])].
|mltxt=[[ἀνάελπτος]], -ον (Α)<br />[[ανέλπιστος]], [[απροσδόκητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρημ. επίθ. σε -<i>τος</i>. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την [[ετυμολογία]] της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό [[ἀνάεδνος]]. Κατά μία [[άποψη]], [[ἀνάελπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔλπομαι</i> «[[ελπίζω]], [[προσδοκώ]]». Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[ἀνάελπτος]] αποτελεί εσφαλμένη [[απόδοση]] ή [[παραλλαγή]] του τ. <i>ἀνέελπτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>-<i>έF</i>-<i>ελπτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἐέλπομαι]], αναλογικά [[προς]] τα [[σύνθετα]] με την [[πρόθεση]] <i>ἀνά</i>-. Κατά [[τρίτη]] [[τέλος]] [[άποψη]], [[ἀνάελπτος]] <span style="color: red;"><</span> ἀ-προθεμ. <span style="color: red;">+</span> [[ἄελπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔλπομαι</i> ([[πρβλ]]. [[ἀνάεδνος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάελπτος:''' -ον (ἔλπομαι), [[απροσδόκητος]], [[αναπάντεχος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἀνάελπτος:''' -ον (ἔλπομαι), [[απροσδόκητος]], [[αναπάντεχος]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάελπτος:''' неожиданный (ἀνάελπτα παθόντες Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἔλπομαι]<br />unlooked for, Hes.
|mdlsjtxt=[ἔλπομαι]<br />unlooked for, Hes.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάελπτος Medium diacritics: ἀνάελπτος Low diacritics: ανάελπτος Capitals: ΑΝΑΕΛΠΤΟΣ
Transliteration A: anáelptos Transliteration B: anaelptos Transliteration C: anaelptos Beta Code: a)na/elptos

English (LSJ)

ἀνάελπτον, = ἄελπτος, unlooked for, ἀνάελπτα παθόντες Hes. Th.660. (Prob. misspelt for ἀνέϝελπτος.)

Spanish (DGE)

-ον inesperado ἀνάελπτα παθόντες Hes.Th.660.

German (Pape)

[Seite 187] (vgl. ἀνάεδνος), unverhofft, unerwartet, Hes. Ih. 660; vgl. ἀν-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inespéré.
Étymologie: ἀνά, ἔλπομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάελπτος: неожиданный (ἀνάελπτα παθόντες Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάελπτος: -ον, ὡς τὸ ἄελπτος, ἀπροσδόκητος, ἀνάελπτα παθόντες Ἡσ. Θ. 660· (κυρίως ἀνάϝελπτος, ἴδε ἀνάεδνος).

Greek Monolingual

ἀνάελπτος, -ον (Α)
ανέλπιστος, απροσδόκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρημ. επίθ. σε -τος. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την ετυμολογία της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό ἀνάεδνος. Κατά μία άποψη, ἀνάελπτος < ἀνα- στερ. + ἔλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ». Κατ’ άλλη άποψη, ο τ. ἀνάελπτος αποτελεί εσφαλμένη απόδοση ή παραλλαγή του τ. ἀνέελπτος < ἀν-έF-ελπτος < ἀν- στερ. + ἐέλπομαι, αναλογικά προς τα σύνθετα με την πρόθεση ἀνά-. Κατά τρίτη τέλος άποψη, ἀνάελπτος < ἀ-προθεμ. + ἄελπτος < - στερ. + ἔλπομαι (πρβλ. ἀνάεδνος)].

Greek Monotonic

ἀνάελπτος: -ον (ἔλπομαι), απροσδόκητος, αναπάντεχος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

[ἔλπομαι]
unlooked for, Hes.