ἡμίτομος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imitomos | |Transliteration C=imitomos | ||
|Beta Code=h(mi/tomos | |Beta Code=h(mi/tomos | ||
|Definition= | |Definition=ἡμίτομον, ([[τέμνω]])<br><span class="bld">A</span> [[cut in two]], ξύλα IG12.313.98; ἄντυξ Mosch.2.88.<br><span class="bld">2</span> of the [[moon]], [[half-full]], Theol. Ar.12.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[ἡμίτομος]], ὁ, a kind of [[cup]], Pamphil. ap. Ath.11.470d.<br><span class="bld">2</span> [[ἡμίτομον]], τό, [[half]], [[Herodotus|Hdt.]]7.39, 9.37, Inscr.Délos 298A182 (iii B.C.), AP9.137; κύκλου Ael.NA15.4; ἡμίτομα ᾠῶν Alex.261.10: —also [[ἡμιτόμιον]], τό, [[flat]] [[side]] of a [[half]]-[[bean]], Dsc.2.105, [[varia lectio|v.l.]] in Luc. VH2.38.<br><span class="bld">b</span> [[lozenge]]-[[shape]]d [[bandage]] = [[ἡμιρρόμβιον]], Hp.Off.7, Gal. 18(2).732. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1170.png Seite 1170]] halb durchgeschnitten, Mosch. 2, 88; – τὸ ἡμίτομον, die Hälfte, τοῦ π οδός Her. 9, 37; plur., 7, 39 u. Sp., wie Luc. Navig. 44. – Bei Medic. eine Art Verband, der auch ἡμιρόμβιον heißt. – Bei Ath. XI, 470 ist ὁ ἡμίτ. eine Art Becher. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1170.png Seite 1170]] halb durchgeschnitten, Mosch. 2, 88; – τὸ ἡμίτομον, die Hälfte, τοῦ π οδός Her. 9, 37; plur., 7, 39 u. Sp., wie Luc. Navig. 44. – Bei Medic. eine Art Verband, der auch ἡμιρόμβιον heißt. – Bei Ath. XI, 470 ist ὁ ἡμίτ. eine Art Becher. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>A.</b> <i>adj.</i> [[à moitié coupé]];<br /><b>B.</b> <i>subst.</i><br /><b>I.</b> τὸ [[ἡμίτομον]] :<br /><b>1</b> [[moitié]];<br /><b>2</b> [[sorte de bandage]];<br /><b>II.</b> ἡ [[ἡμίτομος]] ([[κύλιξ]]) sorte de coupe.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[τέμνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμίτομος:''' (ῐ) рассеченный пополам: τὸ [[νότιον]] τῆς γῆς [[ἡμίτομον]] Luc. северная половина земли. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμίτομος''': -ον, ([[τέμνω]]) κατὰ τὸ ἥμισυ τετμημένος κεκομμένος, διχοτομημένος, Μόσχ. 2.88. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[ἡμίτομος]], ὁ, [[εἶδος]] ποτηρίου, Πάμφ. παρ’ Ἀθην. 470D. 2). ἡμίτομον, τό, τὸ ἥμισυ, Ἡρόδ. 7. 39, 9. 37· ἡμίτομα ᾠῶν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10: - [[ὡσαύτως]] ἡμιτόμιον. β) [[εἶδος]] ἐπιδέσμου καλουμένου [[ἡμιρρόμβιον]], ἐκ τοῦ σχήματος, [[διότι]] ὁμοιάζει πρὸς τὸ ἥμισυ ῥόμβου, Ἱππ. κατ’ ἰητρ. 742. | |lstext='''ἡμίτομος''': -ον, ([[τέμνω]]) κατὰ τὸ ἥμισυ τετμημένος κεκομμένος, διχοτομημένος, Μόσχ. 2.88. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[ἡμίτομος]], ὁ, [[εἶδος]] ποτηρίου, Πάμφ. παρ’ Ἀθην. 470D. 2). ἡμίτομον, τό, τὸ ἥμισυ, Ἡρόδ. 7. 39, 9. 37· ἡμίτομα ᾠῶν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10: - [[ὡσαύτως]] ἡμιτόμιον. β) [[εἶδος]] ἐπιδέσμου καλουμένου [[ἡμιρρόμβιον]], ἐκ τοῦ σχήματος, [[διότι]] ὁμοιάζει πρὸς τὸ ἥμισυ ῥόμβου, Ἱππ. κατ’ ἰητρ. 742. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἡμίτομος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για βιβλία) ο [[μισός]] [[τόμος]] από μια [[σειρά]] τόμων ενός συγγράμματος ή και [[τμήμα]] μόνο ενός [[τόμου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[ημισέληνος]], [[μηνοειδής]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡμίτομος]]<br />[[είδος]] επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡμίτομος]]<br />[[είδος]] ποτηριού<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡμίτομον</i><br />το μισό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡμίτομα ξύλα» — κορμοί ή χοντροί κλάδοι σχισμένοι στα δύο<br />β) «[[ἡμίτομος]] [[ἀρχή]]» — η [[αρχή]] που ασκείται από δύο άρχοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἡμίτομος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για βιβλία) ο [[μισός]] [[τόμος]] από μια [[σειρά]] τόμων ενός συγγράμματος ή και [[τμήμα]] μόνο ενός [[τόμου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[ημισέληνος]], [[μηνοειδής]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡμίτομος]]<br />[[είδος]] επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡμίτομος]]<br />[[είδος]] ποτηριού<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡμίτομον</i><br />το μισό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡμίτομα ξύλα» — κορμοί ή χοντροί κλάδοι σχισμένοι στα δύο<br />β) «[[ἡμίτομος]] [[ἀρχή]]» — η [[αρχή]] που ασκείται από δύο άρχοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. <i>από</i>-<i>τομος</i>, [[ευθύ]]-<i>τομος</i>.]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμίτομος:''' -ον, ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> κατά το ήμισυ τετμημένος, κομμένος στα [[δύο]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>ἡμίτομον</i>, <i>τό</i>, το μισό, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἡμίτομος:''' -ον, ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> κατά το ήμισυ τετμημένος, κομμένος στα [[δύο]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>ἡμίτομον</i>, <i>τό</i>, το μισό, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἡμίτομος]], ον [[τέμνω]]<br /><b class="num">I.</b> [[half]] cut [[through]], cut in two, Mosch.<br /><b class="num">II.</b> as | |mdlsjtxt=[[ἡμίτομος]], ον [[τέμνω]]<br /><b class="num">I.</b> [[half]] cut [[through]], cut in two, Mosch.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:02, 4 September 2023
English (LSJ)
ἡμίτομον, (τέμνω)
A cut in two, ξύλα IG12.313.98; ἄντυξ Mosch.2.88.
2 of the moon, half-full, Theol. Ar.12.
II as substantive, ἡμίτομος, ὁ, a kind of cup, Pamphil. ap. Ath.11.470d.
2 ἡμίτομον, τό, half, Hdt.7.39, 9.37, Inscr.Délos 298A182 (iii B.C.), AP9.137; κύκλου Ael.NA15.4; ἡμίτομα ᾠῶν Alex.261.10: —also ἡμιτόμιον, τό, flat side of a half-bean, Dsc.2.105, v.l. in Luc. VH2.38.
b lozenge-shaped bandage = ἡμιρρόμβιον, Hp.Off.7, Gal. 18(2).732.
German (Pape)
[Seite 1170] halb durchgeschnitten, Mosch. 2, 88; – τὸ ἡμίτομον, die Hälfte, τοῦ π οδός Her. 9, 37; plur., 7, 39 u. Sp., wie Luc. Navig. 44. – Bei Medic. eine Art Verband, der auch ἡμιρόμβιον heißt. – Bei Ath. XI, 470 ist ὁ ἡμίτ. eine Art Becher.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
A. adj. à moitié coupé;
B. subst.
I. τὸ ἡμίτομον :
1 moitié;
2 sorte de bandage;
II. ἡ ἡμίτομος (κύλιξ) sorte de coupe.
Étymologie: ἡμι-, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίτομος: (ῐ) рассеченный пополам: τὸ νότιον τῆς γῆς ἡμίτομον Luc. северная половина земли.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίτομος: -ον, (τέμνω) κατὰ τὸ ἥμισυ τετμημένος κεκομμένος, διχοτομημένος, Μόσχ. 2.88. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡμίτομος, ὁ, εἶδος ποτηρίου, Πάμφ. παρ’ Ἀθην. 470D. 2). ἡμίτομον, τό, τὸ ἥμισυ, Ἡρόδ. 7. 39, 9. 37· ἡμίτομα ᾠῶν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10: - ὡσαύτως ἡμιτόμιον. β) εἶδος ἐπιδέσμου καλουμένου ἡμιρρόμβιον, ἐκ τοῦ σχήματος, διότι ὁμοιάζει πρὸς τὸ ἥμισυ ῥόμβου, Ἱππ. κατ’ ἰητρ. 742.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἡμίτομος, -ον)
νεοελλ.
(για βιβλία) ο μισός τόμος από μια σειρά τόμων ενός συγγράμματος ή και τμήμα μόνο ενός τόμου
αρχ.
1. (για τη σελήνη) ημισέληνος, μηνοειδής
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομος
είδος επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομος
είδος ποτηριού
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμίτομον
το μισό
4. φρ. α) «ἡμίτομα ξύλα» — κορμοί ή χοντροί κλάδοι σχισμένοι στα δύο
β) «ἡμίτομος ἀρχή» — η αρχή που ασκείται από δύο άρχοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. από-τομος, ευθύ-τομος.].
Greek Monotonic
ἡμίτομος: -ον, (τέμνω),
I. κατά το ήμισυ τετμημένος, κομμένος στα δύο, σε Μόσχ.
II. ως ουσ., ἡμίτομον, τό, το μισό, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἡμίτομος, ον τέμνω
I. half cut through, cut in two, Mosch.
II. as substantive,