ὀρικός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orikos
|Transliteration C=orikos
|Beta Code=o)riko/s
|Beta Code=o)riko/s
|Definition=ή, όν, (ὀρεύς) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for a mule]], <b class="b3">ὀ. ζεῦγος</b> a pair [[of mules]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ly.</span>208b</span>, <span class="bibl">Is.5.43</span>, <span class="bibl">Aeschin.2.111</span>,<span class="bibl">3.76</span>, <span class="bibl">D.S.2.11</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.72a</span> :—the form [[ὀρεικός]] occurs in Thom.Mag.<span class="bibl">p.253</span> R. and Suid. (interpol.) and as v.l. in Pl.l.c.</span>
|Definition=ὀρική, ὀρικόν, ([[ὀρεύς]]) [[of a mule]] or for a [[mule]], ὀρικόν [[ζεῦγος]] = a [[pair]] of [[mule]]s, Pl. ''Ly.''208b, Is.5.43, Aeschin.2.111,3.76, [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.11, Jul.''Or.''2.72a:—the form [[ὀρεικός]] occurs in Thom.Mag.p.253 R. and Suid. (interpol.) and as [[varia lectio|v.l.]] in Pl.l.c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] = [[ὀρεικός]]; [[ζεῦγος]], Is. 5, 43; Plat. Lys. 208 b; Aesch. 2, 111.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] = [[ὀρεικός]]; [[ζεῦγος]], Is. 5, 43; Plat. Lys. 208 b; Aesch. 2, 111.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[de mulet]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀρεύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρῐκός:''' [[ὀρεύς]] запряженный мулами: ὀρικὸν [[ζεῦγος]] Plat., Aeschin., Plut. пара мулов.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρῐκός''': -ή, -όν, (ὀρεὺς) ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς ἡμίονον, ὀρ. [[ζεῦγος]], [[ζεῦγος]] ἡμιόνων, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ἰσαῖ. 55. 24, Αἰσχίν. 42. 36, Διόδ. 2. 11 - ὁ [[τύπος]], [[ὀρεικός]] ([[ὅστις]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθότερος) ἀπαντᾷ παρὰ Θωμᾷ τῷ Μαγίστρ. καὶ τῷ Σουΐδ. καὶ ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. [[ὀρεύς]].
|lstext='''ὀρῐκός''': -ή, -όν, (ὀρεὺς) ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς ἡμίονον, ὀρ. [[ζεῦγος]], [[ζεῦγος]] ἡμιόνων, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ἰσαῖ. 55. 24, Αἰσχίν. 42. 36, Διόδ. 2. 11 - ὁ [[τύπος]], [[ὀρεικός]] ([[ὅστις]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθότερος) ἀπαντᾷ παρὰ Θωμᾷ τῷ Μαγίστρ. καὶ τῷ Σουΐδ. καὶ ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. [[ὀρεύς]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de mulet.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρεύς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (Α [[ὁρικός]], -ή, -όν) [[όρος</i> (Ι)]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ορική [[γωνία]]»<br /><b>φυσ.</b> η ελάχιστη [[γωνία]] πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας [[πάνω]] στη διαχωριστική [[επιφάνεια]] δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη [[συνέχεια]] παράλληλα [[προς]] την [[επιφάνεια]] αυτή<br />β) «ορικό [[στρώμα]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> <b>βλ.</b> [[οριακός]] («οριακό [[στρώμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χάραξη]] ορίων, συνόρων<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όριο, δηλ. στην [[υποδιαίρεση]] ενός ζωδιακού σημείου το οποίο [[είναι]] προσαρτημένο σε έναν πλανήτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁρικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> σε [[σχέση]] με τη [[χάραξη]] ορίων, συνόρων<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> με ορικό τρόπο.<br /><b>(II)</b><br />[[ὀρικός]] καί [[ὀρεικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μουλάρι]] ή αυτός που αρμόζει σε [[μουλάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρεύς]] «[[μουλάρι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (Α [[ὁρικός]], -ή, -όν) [[όρος</i> (Ι)]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ορική [[γωνία]]»<br /><b>φυσ.</b> η ελάχιστη [[γωνία]] πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας [[πάνω]] στη διαχωριστική [[επιφάνεια]] δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη [[συνέχεια]] παράλληλα [[προς]] την [[επιφάνεια]] αυτή<br />β) «ορικό [[στρώμα]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> <b>βλ.</b> [[οριακός]] («οριακό [[στρώμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χάραξη]] ορίων, συνόρων<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όριο, δηλ. στην [[υποδιαίρεση]] ενός ζωδιακού σημείου το οποίο [[είναι]] προσαρτημένο σε έναν πλανήτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁρικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> σε [[σχέση]] με τη [[χάραξη]] ορίων, συνόρων<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> με ορικό τρόπο.<br /><b>(II)</b><br />[[ὀρικός]] καί [[ὀρεικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μουλάρι]] ή αυτός που αρμόζει σε [[μουλάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρεύς]] «[[μουλάρι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -ικός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρῐκός:''' -ή, -όν ([[ὀρεύς]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μουλάρια, ὀρικὸν [[ζεῦγος]], [[ζευγάρι]] μουλαριών, σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὀρῐκός:''' -ή, -όν ([[ὀρεύς]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μουλάρια, ὀρικὸν [[ζεῦγος]], [[ζευγάρι]] μουλαριών, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρῐκός:''' [[ὀρεύς]] запряженный мулами: ὀρικὸν [[ζεῦγος]] Plat., Aeschin., Plut. пара мулов.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 08:05, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρῐκός Medium diacritics: ὀρικός Low diacritics: ορικός Capitals: ΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: orikós Transliteration B: orikos Transliteration C: orikos Beta Code: o)riko/s

English (LSJ)

ὀρική, ὀρικόν, (ὀρεύς) of a mule or for a mule, ὀρικόν ζεῦγος = a pair of mules, Pl. Ly.208b, Is.5.43, Aeschin.2.111,3.76, D.S.2.11, Jul.Or.2.72a:—the form ὀρεικός occurs in Thom.Mag.p.253 R. and Suid. (interpol.) and as v.l. in Pl.l.c.

German (Pape)

[Seite 378] = ὀρεικός; ζεῦγος, Is. 5, 43; Plat. Lys. 208 b; Aesch. 2, 111.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de mulet.
Étymologie: ὀρεύς.

Russian (Dvoretsky)

ὀρῐκός: ὀρεύς запряженный мулами: ὀρικὸν ζεῦγος Plat., Aeschin., Plut. пара мулов.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρῐκός: -ή, -όν, (ὀρεὺς) ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς ἡμίονον, ὀρ. ζεῦγος, ζεῦγος ἡμιόνων, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ἰσαῖ. 55. 24, Αἰσχίν. 42. 36, Διόδ. 2. 11 - ὁ τύπος, ὀρεικός (ὅστις εἶναι ὁ ὀρθότερος) ἀπαντᾷ παρὰ Θωμᾷ τῷ Μαγίστρ. καὶ τῷ Σουΐδ. καὶ ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. ὀρεύς.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό (Α ὁρικός, -ή, -όν) [[όρος (Ι)]
νεοελλ.
φρ. α) «ορική γωνία»
φυσ. η ελάχιστη γωνία πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας πάνω στη διαχωριστική επιφάνεια δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη συνέχεια παράλληλα προς την επιφάνεια αυτή
β) «ορικό στρώμα»
(ηλεκτρολ.) βλ. οριακός («οριακό στρώμα»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χάραξη ορίων, συνόρων
2. αστρολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όριο, δηλ. στην υποδιαίρεση ενός ζωδιακού σημείου το οποίο είναι προσαρτημένο σε έναν πλανήτη.
επίρρ...
ὁρικῶς (Α)
1. σε σχέση με τη χάραξη ορίων, συνόρων
2. αστρολ. με ορικό τρόπο.
(II)
ὀρικός καί ὀρεικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μουλάρι ή αυτός που αρμόζει σε μουλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς «μουλάρι» + κατάλ. -ικός]].

Greek Monotonic

ὀρῐκός: -ή, -όν (ὀρεύς), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μουλάρια, ὀρικὸν ζεῦγος, ζευγάρι μουλαριών, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

ὀρεύς
of or for a mule, ὀρ. ζεῦγος a pair of mules, Plat., etc.

English (Woodhouse)

of a mule

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)