Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθαρτικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus

Menander, Monostichoi, 84
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathartikos
|Transliteration C=kathartikos
|Beta Code=kaqartiko/s
|Beta Code=kaqartiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]], [[fit for cleansing]] or [[purifying]], ἐλαίου καὶ γῆς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>60d</span>; <b class="b3">τὰ μέλη τὰ κ</b>. (v. κάθαρσις ''ΙΙ'') <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1342a15</span>; <b class="b3">τὰ κ</b>. [[purgatives]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span> 25</span>; κ. ἀρεταί <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>2p.422M.</span>: <b class="b3">-κή</b> (sc. [[τέχνη]]) <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span> 231b</span>. Adv. -κῶς Marin.<span class="title">Procl.</span>19. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Medic., [[promoting]] κάθαρσις, πρόσθετον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.74</span>; usu… [[purgative]], δύναμις Gal.11.768 (metaph., Cebes 14); φάρμακον Plu.2.999f, cf. Gal.5.128; οἶνος Dsc.5.66 (Comp.); κ. alone, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>24</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.480</span>.</span>
|Definition=καθαρτική, καθαρτικόν,<br><span class="bld">A</span> of, [[fit for cleansing]] or [[purifying]], ἐλαίου καὶ γῆς Pl.''Ti.''60d; <b class="b3">τὰ μέλη τὰ κ.</b> (v. [[κάθαρσις]] ''ΙΙ'') Arist.''Pol.''1342a15; <b class="b3">τὰ κ.</b> [[purgatives]], Phld.''Sign.'' 25; κ. ἀρεταί Hierocl.''in CA''2p.422M.: ἡ [[καθαρτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) Pl.''Sph.'' 231b. Adv. [[καθαρτικῶς]] Marin.''Procl.''19.<br><span class="bld">II</span> Medic., [[promoting]] κάθαρσις, πρόσθετον Hp.''Mul.''1.74; usu… [[purgative]], δύναμις Gal.11.768 (metaph., Cebes 14); φάρμακον Plu.2.999f, cf. Gal.5.128; οἶνος Dsc.5.66 (Comp.); κ. alone, Hp.''Fract.''24, S.E.''M.''8.480.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1282.png Seite 1282]] reinigend; [[φάρμακον]], Purgirmittel, Hippocr. u. Plut., wie τὰ καθαρτικὰ ἐξελάσοντα τῶν σωμάτων τὰ [[ὑγρά]] S. Emp. adv. log. 2, 480; ἡ καθ., die Reinigung, Plat. Soph. 231 b; τὸ καθ. [[μέλος]], zur Entsühnung, Arist. pol. 8, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1282.png Seite 1282]] reinigend; [[φάρμακον]], Purgirmittel, Hippocr. u. Plut., wie τὰ καθαρτικὰ ἐξελάσοντα τῶν σωμάτων τὰ [[ὑγρά]] S. Emp. adv. log. 2, 480; ἡ καθ., die Reinigung, Plat. Soph. 231 b; τὸ καθ. [[μέλος]], zur Entsühnung, Arist. pol. 8, 7.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κᾰθαρτικός''': , -όν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ καθαρίζῃ, [[ἁγνιστικός]], Πλάτ. Τίμ. 60D· τὰ [[μέλη]] τὰ καθ. (ἴδε [[κάθαρσις]] Ι), Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 5· [[μετὰ]] γεν., καθ. ῥυπαριῶν Κέβητος Πίναξ 14· - καθαρτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), Πλάτ. Σοφιστ. 231Β. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρ. ὡς καὶ νῦν, [[φάρμακον]] καθαρτικὸν Πλούτ. 2. 999F· τὸ καθαρτικὸν μόνον Ἱππ. π. Ἀγμ. 766· [[ὡσαύτως]], καθαρτικὸς [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 76.
|btext=ή, όν :<br />[[propre à purifier]].<br />'''Étymologie:''' [[καθαίρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καθαρτικός -ή -όν [καθαρτής] reinigend, zuiverend:; τὰ μέλη τὰ καθαρτικά liederen met louterende uitwerking Aristot. Pol. 1342a 15; met gen. van iets:; τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος λίτρον de soort die olijfolie- en stofvlekken reinigt is soda Plat. Tim. 60d; subst. ἡ καθαρτική reinigingskunst. geneesk. purgerend; subst. τὸ καθαρτικόν purgeermiddel.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />propre à purifier.<br />'''Étymologie:''' [[καθαίρω]].
|elrutext='''κᾰθαρτικός:''' 3<br /><b class="num">1</b> [[служащий для чистки]], [[выводящий пятна]] ([[λίτρον]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> (духовно), [[очищающий]], [[дающий успокоение]], ([[μέλος]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> мед. [[очищающий]], [[слабительный]] ([[φάρμακον]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κᾰθαρτικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[κατάλληλος]] για να καθαρίζει ή να εξαγνίζει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''κᾰθαρτικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[κατάλληλος]] για να καθαρίζει ή να εξαγνίζει, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθαρτικός:''' 3<br /><b class="num">1)</b> служащий для чистки, выводящий пятна ([[λίτρον]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> (духовно) очищающий, дающий успокоение ([[μέλος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> мед. очищающий, слабительный ([[φάρμακον]] Plut.).
|lstext='''κᾰθαρτικός''': -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ καθαρίζῃ, [[ἁγνιστικός]], Πλάτ. Τίμ. 60D· τὰ [[μέλη]] τὰ καθ. (ἴδε [[κάθαρσις]] Ι), Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 5· μετὰ γεν., καθ. ῥυπαριῶν Κέβητος Πίναξ 14· - ἡ καθαρτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), Πλάτ. Σοφιστ. 231Β. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρ. ὡς καὶ νῦν, [[φάρμακον]] καθαρτικὸν Πλούτ. 2. 999F· τὸ καθαρτικὸν μόνον Ἱππ. π. Ἀγμ. 766· [[ὡσαύτως]], καθαρτικὸς [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 76.
}}
{{elnl
|elnltext=καθαρτικός -ή -όν [καθαρτής] reinigend, zuiverend:; τὰ μέλη τὰ καθαρτικά liederen met louterende uitwerking Aristot. Pol. 1342a 15; met gen. van iets:; τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος λίτρον de soort die olijfolie- en stofvlekken reinigt is soda Plat. Tim. 60d; subst. ἡ καθαρτική reinigingskunst. geneesk. purgerend; subst. τὸ καθαρτικόν purgeermiddel.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαρτικός Medium diacritics: καθαρτικός Low diacritics: καθαρτικός Capitals: ΚΑΘΑΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kathartikós Transliteration B: kathartikos Transliteration C: kathartikos Beta Code: kaqartiko/s

English (LSJ)

καθαρτική, καθαρτικόν,
A of, fit for cleansing or purifying, ἐλαίου καὶ γῆς Pl.Ti.60d; τὰ μέλη τὰ κ. (v. κάθαρσις ΙΙ) Arist.Pol.1342a15; τὰ κ. purgatives, Phld.Sign. 25; κ. ἀρεταί Hierocl.in CA2p.422M.: ἡ καθαρτική (sc. τέχνη) Pl.Sph. 231b. Adv. καθαρτικῶς Marin.Procl.19.
II Medic., promoting κάθαρσις, πρόσθετον Hp.Mul.1.74; usu… purgative, δύναμις Gal.11.768 (metaph., Cebes 14); φάρμακον Plu.2.999f, cf. Gal.5.128; οἶνος Dsc.5.66 (Comp.); κ. alone, Hp.Fract.24, S.E.M.8.480.

German (Pape)

[Seite 1282] reinigend; φάρμακον, Purgirmittel, Hippocr. u. Plut., wie τὰ καθαρτικὰ ἐξελάσοντα τῶν σωμάτων τὰ ὑγρά S. Emp. adv. log. 2, 480; ἡ καθ., die Reinigung, Plat. Soph. 231 b; τὸ καθ. μέλος, zur Entsühnung, Arist. pol. 8, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à purifier.
Étymologie: καθαίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαρτικός -ή -όν [καθαρτής] reinigend, zuiverend:; τὰ μέλη τὰ καθαρτικά liederen met louterende uitwerking Aristot. Pol. 1342a 15; met gen. van iets:; τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος λίτρον de soort die olijfolie- en stofvlekken reinigt is soda Plat. Tim. 60d; subst. ἡ καθαρτική reinigingskunst. geneesk. purgerend; subst. τὸ καθαρτικόν purgeermiddel.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαρτικός: 3
1 служащий для чистки, выводящий пятна (λίτρον Plat.);
2 (духовно), очищающий, дающий успокоение, (μέλος Arst.);
3 мед. очищающий, слабительный (φάρμακον Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ καθαρτικός, -ή, -όν) καθαρτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθαρση, αυτός που έχει την ικανότητα να εξαγνίζει, εξαγνιστικός («τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το καθαρτικό(ν)
φάρμακο που παρέχεται εσωτερικά και προκαλεί την κένωση του στομάχου και του εντέρου ή γενικότερα την αποβολή τών περιττών ουσιών από τον οργανισμό, καθάρσιο
αρχ.
1. αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στον εσωτερικό καθαρισμό του σώματος με κένωση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καθαρτική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του εξαγνισμού, του καθαρισμού.
επίρρ...
καθαρτικῶς (Α)
με καθαρτικό, εξαγνιστικό τρόπο.

Greek Monotonic

κᾰθαρτικός: -ή, -όν, αυτός που είναι κατάλληλος για να καθαρίζει ή να εξαγνίζει, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθαρτικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ καθαρίζῃ, ἁγνιστικός, Πλάτ. Τίμ. 60D· τὰ μέλη τὰ καθ. (ἴδε κάθαρσις Ι), Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 5· μετὰ γεν., καθ. ῥυπαριῶν Κέβητος Πίναξ 14· - ἡ καθαρτικὴ (δηλ. τέχνη), Πλάτ. Σοφιστ. 231Β. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρ. ὡς καὶ νῦν, φάρμακον καθαρτικὸν Πλούτ. 2. 999F· τὸ καθαρτικὸν μόνον Ἱππ. π. Ἀγμ. 766· ὡσαύτως, καθαρτικὸς οἶνος Διοσκ. 5. 76.

Middle Liddell

κᾰθαρτικός, [from κᾰθαρτής]
for cleansing or purifying, Plat.

English (Woodhouse)

purifying

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)