ἐπεξεργασία: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epeksergasia | |Transliteration C=epeksergasia | ||
|Beta Code=e)pecergasi/a | |Beta Code=e)pecergasi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[investigation]], Ptol.''Tetr.''117; [[elaboration]], Eustr.''in EN''135.16, Sch.Il.11.226; [[carrying into effect]] of a law, Just. ''Nov.''99''Pr.'' | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, investigation, Ptol.Tetr.117; elaboration, Eustr.in EN135.16, Sch.Il.11.226; carrying into effect of a law, Just. Nov.99Pr.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, Überarbeitung, Vollendung; Schol. Il. 11, 126; Schol. Ar. Nubb. 136.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεξεργασία: ἡ, τὸ ἐπεξεργάζεσθαι, τελειοποιεῖν τι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 11. 226.
Greek Monolingual
η (AM ἐπεξεργασία) επεξεργάζομαι
προσεκτική και λεπτομερής διόρθωση και συμπλήρωση έργου για να δοθεί η τελική του μορφή («επεξεργασία συγγράμματος, λόγου, κοσμήματος, σχεδίου» κ.λπ.)
νεοελλ.
σχήμα εκφράσεως κατά το οποίο μια ιδέα αναλύεται με πολλές λέξεις ή φράσεις συνώνυμες για να καταστεί σαφέστερη
μσν.
η εφαρμογή του νόμου
αρχ.
εξέταση, έρευνα.