ζητητικός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zititikos
|Transliteration C=zititikos
|Beta Code=zhthtiko/s
|Beta Code=zhthtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[zetetic]], [[disposed to search]] or [[inquire]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Men.</span>81e</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>6</span>; τινος [[into]] a thing, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>366b</span>; περί τι <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>528c</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">οἱ ζ. διάλογοι</b> Plato's dialogues [[of search]] or [[investigation]], opp. <b class="b3">οἱ ὑφηγητικοί</b>, Thrasyll. ap. <span class="bibl">D.L.3.49</span>; <b class="b3">τὸ ζ. ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι</b> are [[devoted to search]] or [[inquiry]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1265a12</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span>p.515S.</span> </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> <b class="b3">οἱ ζητητικοί</b>, a name given to [[the Sceptics]], <span class="bibl">D.L.9.69</span>; <b class="b3">ἡ ζητητική</b> [[their philosophy]], ib.<span class="bibl">70</span>; ἡ ζ. ἀγωγή <span class="bibl">S.E. <span class="title">P.</span>1.7</span>.</span>
|Definition=ζητητική, ζητητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[zetetic]], [[disposed to search]] or [[inquire]], Pl.''Men.''81e, Ptol.''Tetr.''6; τινος [[into]] a thing, Pl.''Ax.''366b; περί τι Id.''R.''528c.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">οἱ ζ. διάλογοι</b> Plato's dialogues [[of search]] or [[investigation]], opp. <b class="b3">οἱ ὑφηγητικοί</b>, Thrasyll. ap. D.L.3.49; <b class="b3">τὸ ζ. ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι</b> are [[devoted to search]] or [[inquiry]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1265a12. Adv. [[ζητητικῶς]] Procl.''in Prm.''p.515S.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">οἱ ζητητικοί</b>, a name given to [[the Sceptics]], D.L.9.69; <b class="b3">ἡ ζητητική</b> [[their philosophy]], ib.70; ἡ ζ. ἀγωγή S.E. ''P.''1.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1140.png Seite 1140]] zum Untersuchen geneigt, [[περί]] τι, Plat. Rep. VII, 528 b; πραγμάτων Axioch. 366 b; Sp.; οἱ ζητητικοί, Philosophen, bes. Skeptiker; ihre Philosophie ἡ ζητητική, D. L. 9, 8; Sext. Emp. Pyrrh. 1, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1140.png Seite 1140]] zum Untersuchen geneigt, [[περί]] τι, Plat. Rep. VII, 528 b; πραγμάτων Axioch. 366 b; Sp.; οἱ ζητητικοί, Philosophen, bes. Skeptiker; ihre Philosophie ἡ ζητητική, D. L. 9, 8; Sext. Emp. Pyrrh. 1, 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui aime <i>ou</i> est apte à rechercher, à examiner, [[zététique]].<br />'''Étymologie:''' [[ζητέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζητητικός -ή -όν [ζητέω] geneigd tot onderzoeken, in staat tot onderzoek; subst.. τὸ ζητητικὸν ἔχουσι πάντες τοῦ Σωκράτους λόγοι alle gesprekken van Socrates hebben het karakter van een onderzoek Aristot. Pol. 1265a12.
}}
{{elru
|elrutext='''ζητητικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[склонный к исследованию]], [[пытливый]] (ἐργαστικὸς καὶ ζ. Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[посвященный разысканию]], [[исследовательский]] (αἰτίων Plut.): οἱ ζητητικοὶ διάλογοι Diog. L. исследовательские диалоги (Платона) (в отличие от «[[поучающих]]» - οἱ ὑφηγητικοί); ἡ ζητητικὴ [[ἀγωγή]] Sext. исследовательское направление, т. е. скептическая философия.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζητητικός''': -ή, -όν, ἔχων ἔφεσιν ἢ τάσιν πρὸς τὰς ζητήσεις ἢ ἐρεύνας, [[ἐρευνητικός]], Πλάτ. Μένωνι 81D· τινος ὁ αὐτ. Ἀξ. 366Β· [[περί]] τι ὁ αὐτ. Πολιτ. 528Β. 2) οἱ ζ. διάλογοι, διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, ἐν οἷς ἐρευνᾶται ἡ [[ἀλήθεια]], ἀντίθ. οἱ ὑφηγητικοί, Θράσυλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 49· τὸ ζ. ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι, ἀναφέρονται εἰς τὴν ζήτησιν τῆς ἀληθείας, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 6, πρβλ. Grote Πλάτ. 1. 169. 3) οἱ ζητητικοί, [[ὄνομα]] διδόμενον εἰς τοὺς σκεπτικοὺς ἢ ἐφεκτικοὺς φιλοσόφους, Διογ. Λ. 9. 69· ἡ ζητητική, τὸ φιλοσοφικὸν αὐτῶν [[σύστημα]], [[αὐτόθι]] 70· ἡ ζ. ἀγωγὴ Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 7.
|lstext='''ζητητικός''': -ή, -όν, ἔχων ἔφεσιν ἢ τάσιν πρὸς τὰς ζητήσεις ἢ ἐρεύνας, [[ἐρευνητικός]], Πλάτ. Μένωνι 81D· τινος ὁ αὐτ. Ἀξ. 366Β· [[περί]] τι ὁ αὐτ. Πολιτ. 528Β. 2) οἱ ζ. διάλογοι, διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, ἐν οἷς ἐρευνᾶται ἡ [[ἀλήθεια]], ἀντίθ. οἱ ὑφηγητικοί, Θράσυλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 49· τὸ ζ. ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι, ἀναφέρονται εἰς τὴν ζήτησιν τῆς ἀληθείας, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 6, πρβλ. Grote Πλάτ. 1. 169. 3) οἱ ζητητικοί, [[ὄνομα]] διδόμενον εἰς τοὺς σκεπτικοὺς ἢ ἐφεκτικοὺς φιλοσόφους, Διογ. Λ. 9. 69· ἡ ζητητική, τὸ φιλοσοφικὸν αὐτῶν [[σύστημα]], [[αὐτόθι]] 70· ἡ ζ. ἀγωγὴ Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui aime <i>ou</i> est apte à rechercher, à examiner, [[zététique]].<br />'''Étymologie:''' [[ζητέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζητητικός:''' -ή, -όν ([[ζητέω]]), αυτός που έχει [[έφεση]] ή [[τάση]] προς την [[έρευνα]] ή την [[αναζήτηση]], [[ερευνητικός]], [[εξεταστικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ζητητικός:''' -ή, -όν ([[ζητέω]]), αυτός που έχει [[έφεση]] ή [[τάση]] προς την [[έρευνα]] ή την [[αναζήτηση]], [[ερευνητικός]], [[εξεταστικός]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=ζητητικός -ή -όν [ζητέω] geneigd tot onderzoeken, in staat tot onderzoek; subst.. τὸ ζητητικὸν ἔχουσι πάντες τοῦ Σωκράτους λόγοι alle gesprekken van Socrates hebben het karakter van een onderzoek Aristot. Pol. 1265a12.
}}
{{elru
|elrutext='''ζητητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> склонный к исследованию, пытливый (ἐργαστικὸς καὶ ζ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> посвященный разысканию, исследовательский (αἰτίων Plut.): οἱ ζητητικοὶ διάλογοι Diog. L. исследовательские диалоги (Платона) (в отличие от «поучающих» - οἱ ὑφηγητικοί); ἡ ζητητικὴ [[ἀγωγή]] Sext. исследовательское направление, т. е. скептическая философия.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ζητητικός]], ή, όν [[ζητέω]]<br />disposed to [[search]] or [[inquire]], [[searching]], [[inquiring]], Plat.
|mdlsjtxt=[[ζητητικός]], ή, όν [[ζητέω]]<br />disposed to [[search]] or [[inquire]], [[searching]], [[inquiring]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 17:27, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζητητικός Medium diacritics: ζητητικός Low diacritics: ζητητικός Capitals: ΖΗΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: zētētikós Transliteration B: zētētikos Transliteration C: zititikos Beta Code: zhthtiko/s

English (LSJ)

ζητητική, ζητητικόν,
A zetetic, disposed to search or inquire, Pl.Men.81e, Ptol.Tetr.6; τινος into a thing, Pl.Ax.366b; περί τι Id.R.528c.
2 οἱ ζ. διάλογοι Plato's dialogues of search or investigation, opp. οἱ ὑφηγητικοί, Thrasyll. ap. D.L.3.49; τὸ ζ. ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι are devoted to search or inquiry, Arist.Pol.1265a12. Adv. ζητητικῶς Procl.in Prm.p.515S.
3 οἱ ζητητικοί, a name given to the Sceptics, D.L.9.69; ἡ ζητητική their philosophy, ib.70; ἡ ζ. ἀγωγή S.E. P.1.7.

German (Pape)

[Seite 1140] zum Untersuchen geneigt, περί τι, Plat. Rep. VII, 528 b; πραγμάτων Axioch. 366 b; Sp.; οἱ ζητητικοί, Philosophen, bes. Skeptiker; ihre Philosophie ἡ ζητητική, D. L. 9, 8; Sext. Emp. Pyrrh. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aime ou est apte à rechercher, à examiner, zététique.
Étymologie: ζητέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζητητικός -ή -όν [ζητέω] geneigd tot onderzoeken, in staat tot onderzoek; subst.. τὸ ζητητικὸν ἔχουσι πάντες τοῦ Σωκράτους λόγοι alle gesprekken van Socrates hebben het karakter van een onderzoek Aristot. Pol. 1265a12.

Russian (Dvoretsky)

ζητητικός:
1 склонный к исследованию, пытливый (ἐργαστικὸς καὶ ζ. Plat.);
2 посвященный разысканию, исследовательский (αἰτίων Plut.): οἱ ζητητικοὶ διάλογοι Diog. L. исследовательские диалоги (Платона) (в отличие от «поучающих» - οἱ ὑφηγητικοί); ἡ ζητητικὴ ἀγωγή Sext. исследовательское направление, т. е. скептическая философия.

Greek (Liddell-Scott)

ζητητικός: -ή, -όν, ἔχων ἔφεσιν ἢ τάσιν πρὸς τὰς ζητήσεις ἢ ἐρεύνας, ἐρευνητικός, Πλάτ. Μένωνι 81D· τινος ὁ αὐτ. Ἀξ. 366Β· περί τι ὁ αὐτ. Πολιτ. 528Β. 2) οἱ ζ. διάλογοι, διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, ἐν οἷς ἐρευνᾶται ἡ ἀλήθεια, ἀντίθ. οἱ ὑφηγητικοί, Θράσυλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 49· τὸ ζ. ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι, ἀναφέρονται εἰς τὴν ζήτησιν τῆς ἀληθείας, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 6, πρβλ. Grote Πλάτ. 1. 169. 3) οἱ ζητητικοί, ὄνομα διδόμενον εἰς τοὺς σκεπτικοὺς ἢ ἐφεκτικοὺς φιλοσόφους, Διογ. Λ. 9. 69· ἡ ζητητική, τὸ φιλοσοφικὸν αὐτῶν σύστημα, αὐτόθι 70· ἡ ζ. ἀγωγὴ Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ζητητικός, -ή, -όν) ζητητής
1. αυτός που έχει τάση για πνευματικές έρευνες
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Ζητητικοί
οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι
3. το θηλ. η ζητητική
το φιλοσοφικό σύστημα τών ζητητικών, η Σκεπτική φιλοσοφία
αρχ.
1. (για διαλόγους) αυτός στον οποίο αναζητείται η αλήθεια («ὅ τε ὑφηγητικός, καὶ ὁ ζητητικός», Διογ. Λαέρ.)
2. (το ουδ.) τὸ ζητητικόν
η αναζήτηση της αλήθειας («τὸ ζητητικὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι», Αριστοτ.).
επίρρ...
ζητητικῶς (Α)
με τρόπο που αποσκοπεί στην ανεύρεση της αλήθειας.

Greek Monotonic

ζητητικός: -ή, -όν (ζητέω), αυτός που έχει έφεση ή τάση προς την έρευνα ή την αναζήτηση, ερευνητικός, εξεταστικός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ζητητικός, ή, όν ζητέω
disposed to search or inquire, searching, inquiring, Plat.