καταμάω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katamao
|Transliteration C=katamao
|Beta Code=katama/w
|Beta Code=katama/w
|Definition=once in Hom. in Med., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[scrape up]], [[heap up]], <b class="b3">τήν ῥα</b> (sc. <b class="b3">τὴν κόπρον</b>) κυλινδόμενος καταμήσατο Χερσὶν ἑῇσι <span class="bibl">Il.24.165</span>; <b class="b3">τὸν Χοῦν καταμήσονται</b> (Mein. for [[κατακοιμήσονται]]) <span class="bibl">Pherecr.121</span>: c. gen., [[heap upon]], καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.15.4</span>, v.l. ib.<span class="bibl">2.21.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">κατ' αὖ νιν… νερτέρων ἀμᾷ κοπίς</b> (Jortin for [[κόνις]]) [[cuts]] it [[down]], [[reaps]] it [[like corn]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>601</span> (lyr.); if [[κόνις]] is retained, [[καταμᾷ]] must be rendered [[covers over]].</span>
|Definition=once in Hom. in Med.,<br><span class="bld">A</span> [[scrape up]], [[heap up]], <b class="b3">τήν ῥα</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὴν κόπρον</b>) κυλινδόμενος καταμήσατο Χερσὶν ἑῇσι Il.24.165; <b class="b3">τὸν Χοῦν καταμήσονται</b> (Mein. for [[κατακοιμήσονται]]) Pherecr.121: c. gen., [[heap upon]], καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν J.''BJ''2.15.4, [[varia lectio|v.l.]] ib.2.21.3.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">κατ' αὖ νιν… νερτέρων ἀμᾷ κοπίς</b> (Jortin for [[κόνις]]) [[cuts]] it [[down]], [[reaps]] it [[like corn]], [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''601 (lyr.); if [[κόνις]] is retained, [[καταμᾷ]] must be rendered [[covers over]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] zusammenhäufen, -lesen, -sammeln; Hom. im med., τήν ([[κόπρον]]) ῥα κυλινδόμενος καταμήσατο χερσὶν ἑῇσιν Il. 24, 165, nach dem Schol. ἐπεσώρευσε; Sp., wie Ios. τῆς κεφαλῆς κόνιν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] zusammenhäufen, -lesen, -sammeln; Hom. im med., τήν ([[κόπρον]]) ῥα κυλινδόμενος καταμήσατο χερσὶν ἑῇσιν Il. 24, 165, nach dem Schol. ἐπεσώρευσε; Sp., wie Ios. τῆς κεφαλῆς κόνιν.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-αμάω neermaaien:. κατ’ αὖ νιν φοινία... ἀμᾷ κοπίς hem maait het bebloede mes nu op zijn beurt neer Soph. Ant. 601 (tmesis).<br />κατ-αμάω, med., verzamelen:. τήν... καταμήσατο χερσὶν ἑῇσι dit (vuil) had hij met eigen handen verzameld Il. 24.165.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰμάω:'''<br /><b class="num">1</b> [[сжинать]], [[срезывать]] (''[[sc.]]'' ἐσχάτας ῥίζας Soph. - in tmesi);<br /><b class="num">2</b> med. [[осыпать себя]], [[сгребать на себя]] (τὴν [[κόπρον]] [[χερσί]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμάω''': -ῶ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[συσσωρεύω]], [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]], τήν ῥα (δηλ. τήν κόπρον) κυλινδόμενος κατᾰμήσατο χερσὶ ἑῇσιν Ἰλ. Ω. 165· τὸν χοῦν καταμήσονται ([[οὕτως]] ὁ Meineke ἀντὶ κατακοιμήσονται) Φερεκρ. ἐν «Μυρμ.» 6· [[μετὰ]] γεν., [[ἐπισωρεύω]] ἐπί τινος, καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3· «ἐπιβαλών, ἐπικαταχέας» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ Σοφ. ἔχει ἐνεργ., κατ’ αὖ νιν… νερτέρων ἀμᾷ [[κοπίς]] ([[οὕτως]] ὁ Jortin ἀντὶ τοῦ [[κόνις]]), κατακόπτει, θερίζει ὡς σῖτον (πρβλ. [[ἀμάω]]), Ἀντ. 601· πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1187, Ἄρεως ἀμώοντος· ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν [[κόνις]], τὸ καταμᾷ [[δέον]] νὰ ἑρμηνευθῇ ἐπικαλύπτει. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε [[ἀμάω]].
|lstext='''καταμάω''': -ῶ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[συσσωρεύω]], [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]], τήν ῥα (δηλ. τήν κόπρον) κυλινδόμενος κατᾰμήσατο χερσὶ ἑῇσιν Ἰλ. Ω. 165· τὸν χοῦν καταμήσονται ([[οὕτως]] ὁ Meineke ἀντὶ κατακοιμήσονται) Φερεκρ. ἐν «Μυρμ.» 6· μετὰ γεν., [[ἐπισωρεύω]] ἐπί τινος, καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3· «ἐπιβαλών, ἐπικαταχέας» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ Σοφ. ἔχει ἐνεργ., κατ’ αὖ νιν… νερτέρων ἀμᾷ [[κοπίς]] ([[οὕτως]] ὁ Jortin ἀντὶ τοῦ [[κόνις]]), κατακόπτει, θερίζει ὡς σῖτον (πρβλ. [[ἀμάω]]), Ἀντ. 601· πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1187, Ἄρεως ἀμώοντος· ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν [[κόνις]], τὸ καταμᾷ [[δέον]] νὰ ἑρμηνευθῇ ἐπικαλύπτει. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε [[ἀμάω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταμάω:''' χρησιμ. στον Όμηρ. [[άπαξ]] στον Επικ. Μέσ. αόρ. αʹ <i>κατ-ᾰμήσατο</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συλλέγω]], [[συσσωρεύω]], [[συναθροίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Ενεργ., [[περικόπτω]], [[θερίζω]] όπως το [[σιτάρι]] (πρβλ. [[ἀμάω]]), σε Σοφ.
|lsmtext='''καταμάω:''' χρησιμ. στον Όμηρ. [[άπαξ]] στον Επικ. Μέσ. αόρ. αʹ <i>κατ-ᾰμήσατο</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συλλέγω]], [[συσσωρεύω]], [[συναθροίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Ενεργ., [[περικόπτω]], [[θερίζω]] όπως το [[σιτάρι]] (πρβλ. [[ἀμάω]]), σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-αμάω neermaaien:. κατ ’ αὖ νιν φοινία... ἀμᾷ κοπίς hem maait het bebloede mes nu op zijn beurt neer Soph. Ant. 601 (tmesis).<br />κατ-αμάω, med., verzamelen:. τήν... καταμήσατο χερσὶν ἑῇσι dit (vuil) had hij met eigen handen verzameld Il. 24.165.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰμάω:'''<br /><b class="num">1)</b> сжинать, срезывать (sc. ἐσχάτας ῥίζας Soph. - in tmesi);<br /><b class="num">2)</b> med. осыпать себя, сгребать на себя (τὴν [[κόπρον]] [[χερσί]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[used by Hom. only [[once]] in epic aor1 mid. κατ-ᾰμήσατο] epic aor1 mid. κατ-ᾰμήσατο<br /><b class="num">I.</b> to [[scrape]] [[over]], [[pile]] up, [[heap]] up, Il.<br /><b class="num">II.</b> in Act., to cut [[down]], [[reap]] like [[corn]] (cf. ἀμάὠ, Soph.
|mdlsjtxt=[used by Hom. only [[once]] in epic aor1 mid. κατ-ᾰμήσατο] epic aor1 mid. κατ-ᾰμήσατο<br /><b class="num">I.</b> to [[scrape]] [[over]], [[pile]] up, [[heap]] up, Il.<br /><b class="num">II.</b> in Act., to cut [[down]], [[reap]] like [[corn]] (cf. ἀμάὠ, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 07:36, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰμάω Medium diacritics: καταμάω Low diacritics: καταμάω Capitals: ΚΑΤΑΜΑΩ
Transliteration A: katamáō Transliteration B: katamaō Transliteration C: katamao Beta Code: katama/w

English (LSJ)

once in Hom. in Med.,
A scrape up, heap up, τήν ῥα (sc. τὴν κόπρον) κυλινδόμενος καταμήσατο Χερσὶν ἑῇσι Il.24.165; τὸν Χοῦν καταμήσονται (Mein. for κατακοιμήσονται) Pherecr.121: c. gen., heap upon, καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν J.BJ2.15.4, v.l. ib.2.21.3.
II κατ' αὖ νιν… νερτέρων ἀμᾷ κοπίς (Jortin for κόνις) cuts it down, reaps it like corn, S.Ant.601 (lyr.); if κόνις is retained, καταμᾷ must be rendered covers over.

German (Pape)

[Seite 1363] zusammenhäufen, -lesen, -sammeln; Hom. im med., τήν (κόπρον) ῥα κυλινδόμενος καταμήσατο χερσὶν ἑῇσιν Il. 24, 165, nach dem Schol. ἐπεσώρευσε; Sp., wie Ios. τῆς κεφαλῆς κόνιν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αμάω neermaaien:. κατ’ αὖ νιν φοινία... ἀμᾷ κοπίς hem maait het bebloede mes nu op zijn beurt neer Soph. Ant. 601 (tmesis).
κατ-αμάω, med., verzamelen:. τήν... καταμήσατο χερσὶν ἑῇσι dit (vuil) had hij met eigen handen verzameld Il. 24.165.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰμάω:
1 сжинать, срезывать (sc. ἐσχάτας ῥίζας Soph. - in tmesi);
2 med. осыпать себя, сгребать на себя (τὴν κόπρον χερσί Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

καταμάω: -ῶ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, συσσωρεύω, συλλέγω, συναθροίζω, τήν ῥα (δηλ. τήν κόπρον) κυλινδόμενος κατᾰμήσατο χερσὶ ἑῇσιν Ἰλ. Ω. 165· τὸν χοῦν καταμήσονται (οὕτως ὁ Meineke ἀντὶ κατακοιμήσονται) Φερεκρ. ἐν «Μυρμ.» 6· μετὰ γεν., ἐπισωρεύω ἐπί τινος, καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3· «ἐπιβαλών, ἐπικαταχέας» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ Σοφ. ἔχει ἐνεργ., κατ’ αὖ νιν… νερτέρων ἀμᾷ κοπίς (οὕτως ὁ Jortin ἀντὶ τοῦ κόνις), κατακόπτει, θερίζει ὡς σῖτον (πρβλ. ἀμάω), Ἀντ. 601· πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1187, Ἄρεως ἀμώοντος· ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν κόνις, τὸ καταμᾷ δέον νὰ ἑρμηνευθῇ ἐπικαλύπτει. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἀμάω.

English (Autenrieth)

only aor. mid. καταμήσατο, had heaped upon himself, Il. 24.165†.

Greek Monotonic

καταμάω: χρησιμ. στον Όμηρ. άπαξ στον Επικ. Μέσ. αόρ. αʹ κατ-ᾰμήσατο,
I. συλλέγω, συσσωρεύω, συναθροίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. στην Ενεργ., περικόπτω, θερίζω όπως το σιτάρι (πρβλ. ἀμάω), σε Σοφ.

Middle Liddell

[used by Hom. only once in epic aor1 mid. κατ-ᾰμήσατο] epic aor1 mid. κατ-ᾰμήσατο
I. to scrape over, pile up, heap up, Il.
II. in Act., to cut down, reap like corn (cf. ἀμάὠ, Soph.