περίκομμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perikomma
|Transliteration C=perikomma
|Beta Code=peri/komma
|Beta Code=peri/komma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is cut off all round, trimmings, mincemeat</b>, <span class="bibl">Metag.6.7</span>(pl.), <span class="bibl">Alex.175</span>, etc.; περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>372</span>, cf. <span class="bibl">Men.<span class="title">Sam.</span>78</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[περικοπή]] II, π. τοῦ καλοῦ Plu. 2.765c.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is cut off all round]], [[trimmings]], [[mincemeat]], Metag.6.7(pl.), Alex.175, etc.; περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''372, cf. Men.''Sam.''78.<br><span class="bld">II</span> = [[περικοπή]] II, π. τοῦ καλοῦ Plu. 2.765c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0580.png Seite 580]] τό, das ringsumher Abgehauene, Kleingehauene, bes. ein Gericht von kleingehacktem Fleisch, χορδαρίου, Ath. III, 95 a u. 96 a aus Alex., vgl. Metagen. ib. VI, 269 f, neben ἀλλᾶντες, komisch übertr., περικόμματα ἐκ σοῦ κατασκευάσω, Ar. Equ. 372, ich haue dich in Kochstücke. – Aber Plut. amat. 19 g. E. braucht es = [[περικοπή]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0580.png Seite 580]] τό, das ringsumher Abgehauene, Kleingehauene, bes. ein Gericht von kleingehacktem Fleisch, χορδαρίου, Ath. III, 95 a u. 96 a aus Alex., vgl. Metagen. ib. VI, 269 f, neben ἀλλᾶντες, komisch übertr., περικόμματα ἐκ σοῦ κατασκευάσω, Ar. Equ. 372, ich haue dich in Kochstücke. – Aber Plut. amat. 19 g. E. braucht es = [[περικοπή]].
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περίκομμα''': τό, τὸ περικοπτόμενον, ἐπὶ κρέατος [[ὅπερ]] περικόπτει ὁ [[μάγειρος]] ἐκ τοῦ σώματος σφαγέντος ζῴου, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1, Μεταγένης ἐν «Θουριοπερσαις» 1: περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω, θὰ κάμω λειανιστὸν [[κρέας]] ἐκ τοῦ σώματός σου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· - ὑποκορ. περικομμάτιον, [[αὐτόθι]] 770, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 31. ΙΙ. = περικοπὴ ΙΙ, Πλούτ. 2. 765C.
|btext=ατος (τό) :<br />[[profil d'une personne]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κόπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περίκομμα -ατος, τό [περικόπτω] gehakt:. περικόμματ’ ἔκ σου σκευάσω ik ga gehakt van je maken Aristoph. Eq. 372.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br />profil d’une personne.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κόπτω]].
|elrutext='''περίκομμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[обрезок]], [[кусок]]: περικόμματα ἔκ τινος κατασκευάζειν Arph. изрубить кого-л. в куски;<br /><b class="num">2</b> [[очерк]], [[контур]] (π. καὶ [[εἴδωλον]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περίκομμα:''' -ατος, τό ([[περικόπτω]]), αυτό που περικόβεται, [[γαρνίρισμα]], [[κρέας]] ψιλοκομμένο, [[κιμάς]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''περίκομμα:''' -ατος, τό ([[περικόπτω]]), αυτό που περικόβεται, [[γαρνίρισμα]], [[κρέας]] ψιλοκομμένο, [[κιμάς]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περίκομμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> обрезок, кусок: περικόμματα ἔκ τινος κατασκευάζειν Arph. изрубить кого-л. в куски;<br /><b class="num">2)</b> очерк, контур (π. καὶ [[εἴδωλον]] Plut.).
|lstext='''περίκομμα''': τό, τὸ περικοπτόμενον, ἐπὶ κρέατος [[ὅπερ]] περικόπτει ὁ [[μάγειρος]] ἐκ τοῦ σώματος σφαγέντος ζῴου, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1, Μεταγένης ἐν «Θουριοπερσαις» 1: περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω, θὰ κάμω λειανιστὸν [[κρέας]] ἐκ τοῦ σώματός σου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· - ὑποκορ. περικομμάτιον, [[αὐτόθι]] 770, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 31. ΙΙ. = περικοπὴ ΙΙ, Πλούτ. 2. 765C.
}}
{{elnl
|elnltext=περίκομμα -ατος, τό [περικόπτω] gehakt:. περικόμματ ’ ἔκ σου σκευάσω ik ga gehakt van je maken Aristoph. Eq. 372.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περίκομμα]], ατος, τό, [[περικόπτω]]<br />that [[which]] is cut off all [[round]], trimmings, mincemeat, Ar.
|mdlsjtxt=[[περίκομμα]], ατος, τό, [[περικόπτω]]<br />that [[which]] is cut off all [[round]], trimmings, mincemeat, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκομμα Medium diacritics: περίκομμα Low diacritics: περίκομμα Capitals: ΠΕΡΙΚΟΜΜΑ
Transliteration A: períkomma Transliteration B: perikomma Transliteration C: perikomma Beta Code: peri/komma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is cut off all round, trimmings, mincemeat, Metag.6.7(pl.), Alex.175, etc.; περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω Ar.Eq.372, cf. Men.Sam.78.
II = περικοπή II, π. τοῦ καλοῦ Plu. 2.765c.

German (Pape)

[Seite 580] τό, das ringsumher Abgehauene, Kleingehauene, bes. ein Gericht von kleingehacktem Fleisch, χορδαρίου, Ath. III, 95 a u. 96 a aus Alex., vgl. Metagen. ib. VI, 269 f, neben ἀλλᾶντες, komisch übertr., περικόμματα ἐκ σοῦ κατασκευάσω, Ar. Equ. 372, ich haue dich in Kochstücke. – Aber Plut. amat. 19 g. E. braucht es = περικοπή.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
profil d'une personne.
Étymologie: περί, κόπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίκομμα -ατος, τό [περικόπτω] gehakt:. περικόμματ’ ἔκ σου σκευάσω ik ga gehakt van je maken Aristoph. Eq. 372.

Russian (Dvoretsky)

περίκομμα: ατος τό
1 обрезок, кусок: περικόμματα ἔκ τινος κατασκευάζειν Arph. изрубить кого-л. в куски;
2 очерк, контур (π. καὶ εἴδωλον Plut.).

Greek Monolingual

το, ΝΑ περικόπτω
1. μέρος που έχει κοπεί από μια ολότητα, κομματάκι, απόκομμα
2. (κυρίως για κρέας) κομμάτι από το σώμα σφαγμένου ζώου, κοψίδι
3. περικοπή.

Greek Monotonic

περίκομμα: -ατος, τό (περικόπτω), αυτό που περικόβεται, γαρνίρισμα, κρέας ψιλοκομμένο, κιμάς, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

περίκομμα: τό, τὸ περικοπτόμενον, ἐπὶ κρέατος ὅπερ περικόπτει ὁ μάγειρος ἐκ τοῦ σώματος σφαγέντος ζῴου, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1, Μεταγένης ἐν «Θουριοπερσαις» 1: περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω, θὰ κάμω λειανιστὸν κρέας ἐκ τοῦ σώματός σου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· - ὑποκορ. περικομμάτιον, αὐτόθι 770, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 31. ΙΙ. = περικοπὴ ΙΙ, Πλούτ. 2. 765C.

Middle Liddell

περίκομμα, ατος, τό, περικόπτω
that which is cut off all round, trimmings, mincemeat, Ar.