ἀπρόσοιστος: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aprosoistos
|Transliteration C=aprosoistos
|Beta Code=a)pro/soistos
|Beta Code=a)pro/soistos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hard to associate with]] or [[deal with]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>91</span> (lyr.). Adv. -τως [[unsociably]], <span class="bibl">Isoc.9.49</span>.</span>
|Definition=ἀπρόσοιστον, [[hard]] to [[associate]] with or [[deal]] with, [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''91 (lyr.). Adv. [[ἀπροσοίστως]] = [[unsociably]], Isoc.9.49.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de quien no se puede soportar el choque]], [[irresistible]] ὁ Περσᾶν στρατός A.<i>Pers</i>.91, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀπροσοίστως]] = [[inabordablemente]], [[insociablemente]] ἀ. ἔχειν Isoc.9.49.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0339.png Seite 339]] unerträglich, unwiderstehlich, Περσῶν [[στρατός]] Aesch. Pers. 91, Schol. [[ἀκαταμάχητος]]. – Adv., -στως, ἔχειν Isocr. 9, 49.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0339.png Seite 339]] [[unerträglich]], [[unwiderstehlich]], Περσῶν [[στρατός]] Aesch. Pers. 91, Schol. [[ἀκαταμάχητος]]. – Adv., [[ἀπροσοίστως]], ἔχειν Isocr. 9, 49.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ἀπρόσοιστος''': -ον, [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀπρόσοιστος]] γὰρ ὁ Περσῶν στρατὸς [[ἀλκίφρων]] τε λαὸς Αἰσχ. Πέρσ. 91. ΙΙ. ὁ ἀποφεύγων τοὺς ἀνθρώπους, [[ἀκοινώνητος]], ἐν ἐπιρρήματι ἀπροσοίστως, ἀμίκτως, ἀπροσοίστως καὶ χαλεπῶς εἶχον Ἰσοκρ. 198Ε.
|btext=ος, ον :<br />[[dont on ne peut supporter le choc]], [[irrésistible]].<br />'''Étymologie:''' [[]], [[προσοίσω]], <i>f. de</i> [[προσφέρω]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />dont on ne peut supporter le choc, irrésistible.<br />'''Étymologie:''' , [[προσοίσω]], <i>f. de</i> [[προσφέρω]].
|elrutext='''ἀπρόσοιστος:''' [[неодолимый]], [[неудержимый]] ([[στρατός]] Aesch.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de quien no se puede soportar el choque]], [[irresistible]] ὁ Περσᾶν στρατός A.<i>Pers</i>.91, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[inabordablemente]], [[insociablemente]] ἀ. ἔχειν Isoc.9.49.
|lstext='''ἀπρόσοιστος''': -ον, [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀπρόσοιστος]] γὰρ Περσῶν στρατὸς [[ἀλκίφρων]] τε λαὸς Αἰσχ. Πέρσ. 91. ΙΙ. ὁ ἀποφεύγων τοὺς ἀνθρώπους, [[ἀκοινώνητος]], ἐν ἐπιρρήματι ἀπροσοίστως, ἀμίκτως, [[ἀπροσοίστως]] καὶ [[χαλεπῶς]] εἶχον Ἰσοκρ. 198Ε.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρόσοιστος:''' -ον ([[προσοίσω]], μέλ. του [[προσφέρω]]), [[ακαταμάχητος]], αυτός στον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να εναντιωθεί, να προβάλει [[αντίσταση]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀπρόσοιστος:''' -ον ([[προσοίσω]], μέλ. του [[προσφέρω]]), [[ακαταμάχητος]], αυτός στον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να εναντιωθεί, να προβάλει [[αντίσταση]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπρόσοιστος:''' неодолимый, неудержимый ([[στρατός]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προσοίσω]], fut. of [[προσφέρω]]<br />not to be withstood, [[irresistible]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[προσοίσω]], fut. of [[προσφέρω]]<br />not to be withstood, [[irresistible]], Aesch.
}}
{{trml
|trtx====[[irresistible]]===
Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: [[onweerstaanbaar]]; Finnish: vastustamaton; French: [[irrésistible]]; Galician: irresistible, irresistíbel; German: [[unwiderstehlich]]; Greek: [[ακαταμάχητος]]; Ancient Greek: [[ἄαπτος]], [[ἀβιαστικός]], [[ἀβίαστος]], [[ἀδήριτος]], [[ἄητος]], [[ἀκατακράτητος]], [[ἀκατάπαυστος]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀμάχανος]], [[ἀμάχετος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀνύποιστος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπροσάντητος]], [[ἀπροσμάχητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπρόσοιστος]], [[ἄσχετος]], [[ἀφόρητος]], [[δεινός]], [[δυσκαρτέρητος]], [[δυσπαλής]], [[δυσυπόστατος]], [[φορητός]]; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: [[irresistibile]]; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: [[irresistível]]; Romanian: irezistibil; Russian: [[неотразимый]]; Spanish: [[irresistible]]; Swedish: oemotståndlig
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσοιστος Medium diacritics: ἀπρόσοιστος Low diacritics: απρόσοιστος Capitals: ΑΠΡΟΣΟΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aprósoistos Transliteration B: aprosoistos Transliteration C: aprosoistos Beta Code: a)pro/soistos

English (LSJ)

ἀπρόσοιστον, hard to associate with or deal with, A.Pers.91 (lyr.). Adv. ἀπροσοίστως = unsociably, Isoc.9.49.

Spanish (DGE)

-ον
1 de quien no se puede soportar el choque, irresistible ὁ Περσᾶν στρατός A.Pers.91, cf. Hsch.
2 adv. ἀπροσοίστως = inabordablemente, insociablemente ἀ. ἔχειν Isoc.9.49.

German (Pape)

[Seite 339] unerträglich, unwiderstehlich, Περσῶν στρατός Aesch. Pers. 91, Schol. ἀκαταμάχητος. – Adv., ἀπροσοίστως, ἔχειν Isocr. 9, 49.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne peut supporter le choc, irrésistible.
Étymologie: , προσοίσω, f. de προσφέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσοιστος: неодолимый, неудержимый (στρατός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσοιστος: -ον, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀπρόσοιστος γὰρ ὁ Περσῶν στρατὸς ἀλκίφρων τε λαὸς Αἰσχ. Πέρσ. 91. ΙΙ. ὁ ἀποφεύγων τοὺς ἀνθρώπους, ἀκοινώνητος, ἐν ἐπιρρήματι ἀπροσοίστως, ἀμίκτως, ἀπροσοίστως καὶ χαλεπῶς εἶχον Ἰσοκρ. 198Ε.

Greek Monolingual

ἀπρόσοιστος, -ον (Α)
1. ανυπόφορος
2. ακοινώνητος.

Greek Monotonic

ἀπρόσοιστος: -ον (προσοίσω, μέλ. του προσφέρω), ακαταμάχητος, αυτός στον οποίο δεν μπορεί κάποιος να εναντιωθεί, να προβάλει αντίσταση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

προσοίσω, fut. of προσφέρω
not to be withstood, irresistible, Aesch.

Translations

irresistible

Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: onweerstaanbaar; Finnish: vastustamaton; French: irrésistible; Galician: irresistible, irresistíbel; German: unwiderstehlich; Greek: ακαταμάχητος; Ancient Greek: ἄαπτος, ἀβιαστικός, ἀβίαστος, ἀδήριτος, ἄητος, ἀκατακράτητος, ἀκατάπαυστος, ἀμαιμάκετος, ἀμάχανος, ἀμάχετος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμήχανος, ἀνανταγώνιστος, ἀνύποιστος, ἀνυπόστατος, ἀπαραίτητος, ἀπροσάντητος, ἀπροσμάχητος, ἀπρόσμαχος, ἀπρόσοιστος, ἄσχετος, ἀφόρητος, δεινός, δυσκαρτέρητος, δυσπαλής, δυσυπόστατος, φορητός; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: irresistibile; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: irresistível; Romanian: irezistibil; Russian: неотразимый; Spanish: irresistible; Swedish: oemotståndlig