πολύκροτος: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polykrotos | |Transliteration C=polykrotos | ||
|Beta Code=polu/krotos | |Beta Code=polu/krotos | ||
|Definition= | |Definition=πολύκροτον, also η, ον (v. infr.),<br><span class="bld">A</span> [[ringing loud]] or [[clearly]], h.Pan.37; χελωνίς Posidon.10 J.<br><span class="bld">II</span> [[sly]], [[cunning]], [[wily]], [[varia lectio|v.l.]] in Od.1.1, cf. Hes.''Fr.''94.22, Anacr.90.2 (fem. [[πολυκρότῃ]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0665.png Seite 665]] viel od. sehr lärmend, hell tönend, singend, H. h. 18, 37; [[χελωνίς]], Ath. XII, 527 f; auch ἡ πολυκρότη im fem., Anacr. bei Ath. X, 447 a; ναῦς, mit vielen Rudern (vgl. [[δίκροτος]]). – Nach Schol. Ar. Nubb. 259 lasen einige Alte so für [[πολύτροπος]] Od. 1, 1 und erklärten »durchtrieben«, »verschlagen«. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0665.png Seite 665]] viel od. sehr lärmend, hell tönend, singend, H. h. 18, 37; [[χελωνίς]], Ath. XII, 527 f; auch ἡ πολυκρότη im fem., Anacr. bei Ath. X, 447 a; ναῦς, mit vielen Rudern (vgl. [[δίκροτος]]). – Nach Schol. Ar. Nubb. 259 lasen einige Alte so für [[πολύτροπος]] Od. 1, 1 und erklärten »durchtrieben«, »verschlagen«. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[très sonore]], [[retentissant]];<br /><b>2</b> [[qui agite]] <i>ou</i> fait résonner (ses castagnettes) en secousses multipliées, à coups pressés.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κροτέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύκροτος -ον [[[πολύς]], [[κρότος]]] [[hard rammelend]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''πολύκροτος:''' и 3<br /><b class="num">1</b> [[многошумный]], [[шумливый]] ([[Πάν]] HH);<br /><b class="num">2</b> [[многовесельный]] (''[[sc.]]'' [[ναῦς]] Anacr.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύκροτος]], -ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, [[περιβόητος]], [[διαβόητος]] (α. «πολύκροτη [[δίκη]]» β. «πολύκροτο [[σκάνδαλο]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύκροτο</i><br />παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] του περιστρόφου και του πιστολιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που προξενεί δυνατό κρότο, που ηχεί [[δυνατά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολύτροπος]], [[δόλιος]], [[κατεργάρης]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) με [[πολλά]] [[κουπιά]], με πολλές σειρές κουπιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] ( | |mltxt=-η, -ο / [[πολύκροτος]], -ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, [[περιβόητος]], [[διαβόητος]] (α. «πολύκροτη [[δίκη]]» β. «πολύκροτο [[σκάνδαλο]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύκροτο</i><br />παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] του περιστρόφου και του πιστολιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που προξενεί δυνατό κρότο, που ηχεί [[δυνατά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολύτροπος]], [[δόλιος]], [[κατεργάρης]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) με [[πολλά]] [[κουπιά]], με πολλές σειρές κουπιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] ([[πρβλ]]. [[λιγύκροτος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύκροτος:''' -ον και -η, -ον, αυτός που ηχεί [[δυνατά]], σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''πολύκροτος:''' -ον και -η, -ον, αυτός που ηχεί [[δυνατά]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολύκροτος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, (ἴδε κατωτ.): ― Ὁ ἰσχυρῶς ἢ καθαρῶς ἠχῶν, Ὕμν. Ὁμ. 18. 37· χελωνὶς [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 527F. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὰς κώπας, ἐπὶ πλοίου, Ἀνακρ. 90. 2 ([[ἔνθα]] εὕρηται τὸ θηλ. πολυκρότῃ)· πρβλ. [[δίκροτος]]. ΙΙΙ. [[πανοῦργος]], διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Α. 1. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κροτος, ον,<br />[[loud]]-[[ringing]], Hhymn. | |mdlsjtxt=[[πολύ]]-κροτος, ον,<br />[[loud]]-[[ringing]], Hhymn. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=πού κάνει δυνατό θόρυβο). Ἀπό τό [[πολύς]] + [[κροτέω]] -ῶ πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. [[κρότος]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[πολύς]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύκροτον, also η, ον (v. infr.),
A ringing loud or clearly, h.Pan.37; χελωνίς Posidon.10 J.
II sly, cunning, wily, v.l. in Od.1.1, cf. Hes.Fr.94.22, Anacr.90.2 (fem. πολυκρότῃ).
German (Pape)
[Seite 665] viel od. sehr lärmend, hell tönend, singend, H. h. 18, 37; χελωνίς, Ath. XII, 527 f; auch ἡ πολυκρότη im fem., Anacr. bei Ath. X, 447 a; ναῦς, mit vielen Rudern (vgl. δίκροτος). – Nach Schol. Ar. Nubb. 259 lasen einige Alte so für πολύτροπος Od. 1, 1 und erklärten »durchtrieben«, »verschlagen«.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 très sonore, retentissant;
2 qui agite ou fait résonner (ses castagnettes) en secousses multipliées, à coups pressés.
Étymologie: πολύς, κροτέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκροτος -ον [πολύς, κρότος] hard rammelend.
Russian (Dvoretsky)
πολύκροτος: и 3
1 многошумный, шумливый (Πάν HH);
2 многовесельный (sc. ναῦς Anacr.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύκροτος, -ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Α
νεοελλ.
1. αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό
2. αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, περιβόητος, διαβόητος (α. «πολύκροτη δίκη» β. «πολύκροτο σκάνδαλο»)
3. το ουδ. ως ουσ. το πολύκροτο
παλαιότερη λόγια ονομασία του περιστρόφου και του πιστολιού
μσν.-αρχ.
αυτός που προξενεί δυνατό κρότο, που ηχεί δυνατά
αρχ.
1. πολύτροπος, δόλιος, κατεργάρης
2. (για πλοίο) με πολλά κουπιά, με πολλές σειρές κουπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κρότος (πρβλ. λιγύκροτος)].
Greek Monotonic
πολύκροτος: -ον και -η, -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, σε Ομηρ. Ύμν.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκροτος: -ον, ὡσαύτως η, ον, (ἴδε κατωτ.): ― Ὁ ἰσχυρῶς ἢ καθαρῶς ἠχῶν, Ὕμν. Ὁμ. 18. 37· χελωνὶς Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 527F. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὰς κώπας, ἐπὶ πλοίου, Ἀνακρ. 90. 2 (ἔνθα εὕρηται τὸ θηλ. πολυκρότῃ)· πρβλ. δίκροτος. ΙΙΙ. πανοῦργος, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Α. 1.
Middle Liddell
πολύ-κροτος, ον,
loud-ringing, Hhymn.
Mantoulidis Etymological
(=πού κάνει δυνατό θόρυβο). Ἀπό τό πολύς + κροτέω -ῶ πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. κρότος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πολύς.