Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στομώνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=στομῶ, -όω, ΝΜΑ [[στόμα]]<br />[[βυθίζω]] πυρακτωμένο [[εργαλείο]] από σίδηρο σε [[νερό]] για να γίνει ανθεκτικότερο ή [[καλύπτω]] τις ακμές του με χάλυβα, κν. [[βάφω]] (α. «[[στομώνω]] την [[αξίνα]]» β. «[[ἔγχος]] ἐστομωμένον», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] αμβλύτερος, λιγότερο [[κοφτερός]] («στόμωσε το [[μαχαίρι]] και δεν κόβει καλά»)<br /><b>2.</b> [[αποστομώνω]] κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να σωπάσει («τον στόμωσε με τις βρισιές της»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[αμβλύνω]] [[εργαλείο]], το [[κάνω]] λιγότερο κοφτερό («στόμωσα το [[ψαλίδι]] κόβοντας χαρτόνια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φιμώνω]], [[κλείνω]] το [[στόμα]] κάποιου («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῑρας [[ὀπίσω]] δήσαντες καὶ στομώσαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανοίγω]] [[στόμιο]], [[δημιουργώ]] [[άνοιγμα]] («λιμένα στομοῦν», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[διάνοιξη]] με [[χειρουργική]] [[επέμβαση]] ή με φάρμακα σε όργανο που έχει πάθει [[στένωση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[προλέγω]]<br /><b>5.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ικανότερο στο να μιλάει, του [[μαθαίνω]] να χρησιμοποιεί με [[ευστροφία]] τον λόγο<br /><b>6.</b> [[ασκώ]], [[εκπαιδεύω]] κάποιον σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[σχηματίζω]] φραγμό («άκοντισταῖς τήν ούραγίαν και τὰς πλευρὰς στομοῦν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[στομῶ]], [[στομόω]], ΝΜΑ [[στόμα]]<br />[[βυθίζω]] πυρακτωμένο [[εργαλείο]] από σίδηρο σε [[νερό]] για να γίνει ανθεκτικότερο ή [[καλύπτω]] τις ακμές του με χάλυβα, κν. [[βάφω]] (α. «[[στομώνω]] την [[αξίνα]]» β. «[[ἔγχος]] ἐστομωμένον», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] αμβλύτερος, λιγότερο [[κοφτερός]] («στόμωσε το [[μαχαίρι]] και δεν κόβει καλά»)<br /><b>2.</b> [[αποστομώνω]] κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να σωπάσει («τον στόμωσε με τις βρισιές της»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[αμβλύνω]] [[εργαλείο]], το [[κάνω]] λιγότερο κοφτερό («στόμωσα το [[ψαλίδι]] κόβοντας χαρτόνια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φιμώνω]], [[κλείνω]] το [[στόμα]] κάποιου («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῖρας [[ὀπίσω]] δήσαντες καὶ στομώσαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανοίγω]] [[στόμιο]], [[δημιουργώ]] [[άνοιγμα]] («λιμένα στομοῦν», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[διάνοιξη]] με [[χειρουργική]] [[επέμβαση]] ή με φάρμακα σε όργανο που έχει πάθει [[στένωση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[προλέγω]]<br /><b>5.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ικανότερο στο να μιλάει, του [[μαθαίνω]] να χρησιμοποιεί με [[ευστροφία]] τον λόγο<br /><b>6.</b> [[ασκώ]], [[εκπαιδεύω]] κάποιον σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[σχηματίζω]] φραγμό («άκοντισταῖς τήν ούραγίαν και τὰς πλευρὰς στομοῦν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 20:08, 8 May 2022

Greek Monolingual

στομῶ, στομόω, ΝΜΑ στόμα
βυθίζω πυρακτωμένο εργαλείο από σίδηρο σε νερό για να γίνει ανθεκτικότερο ή καλύπτω τις ακμές του με χάλυβα, κν. βάφω (α. «στομώνω την αξίνα» β. «ἔγχος ἐστομωμένον», επιγρ.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) γίνομαι αμβλύτερος, λιγότερο κοφτερός («στόμωσε το μαχαίρι και δεν κόβει καλά»)
2. αποστομώνω κάποιον, τον αναγκάζω να σωπάσει («τον στόμωσε με τις βρισιές της»)
νεοελλ.-μσν.
(μτβ.) αμβλύνω εργαλείο, το κάνω λιγότερο κοφτερό («στόμωσα το ψαλίδι κόβοντας χαρτόνια»)
αρχ.
1. φιμώνω, κλείνω το στόμα κάποιου («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῖρας ὀπίσω δήσαντες καὶ στομώσαντες», Ηρόδ.)
2. ανοίγω στόμιο, δημιουργώ άνοιγμα («λιμένα στομοῦν», Πολυδ.)
3. κάνω διάνοιξη με χειρουργική επέμβαση ή με φάρμακα σε όργανο που έχει πάθει στένωση
4. μτφ. προλέγω
5. καθιστώ κάποιον ικανότερο στο να μιλάει, του μαθαίνω να χρησιμοποιεί με ευστροφία τον λόγο
6. ασκώ, εκπαιδεύω κάποιον σε κάτι
7. σχηματίζω φραγμό («άκοντισταῖς τήν ούραγίαν και τὰς πλευρὰς στομοῦν», Πλούτ.).