αὔλιος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aylios
|Transliteration C=aylios
|Beta Code=au)/lios
|Beta Code=au)/lios
|Definition=α, ον, ([[αὐλή]] I) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[belonging to folds]], <b class="b3">ἀστὴρ αὔλιος</b> 'star <b class="b2">that bids the shepherd fold'</b>, <span class="bibl">A.R.4.1630</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>539</span>; <b class="b3">ὅταν αὐλίοις συρίζῃς, ὦ Πάν, τοῖς σοῖσιν ἐν ἄντροις</b> dub. l. in <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>500</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">αὔλιος θύρα</b> dub. l. in <span class="bibl">Men.546</span>; cf. <b class="b3">αὐλία θύρα· πυλών</b>, Hsch.</span>
|Definition=α, ον, ([[αὐλή]] I)<br><span class="bld">A</span> [[belonging to folds]], <b class="b3">ἀστὴρ αὔλιος</b> 'star [[that bids the shepherd fold]]', A.R.4.1630, cf. Call.''Fr.''539; <b class="b3">ὅταν αὐλίοις συρίζῃς, ὦ Πάν, τοῖς σοῖσιν ἐν ἄντροις</b> dub. l. in [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''500 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">αὔλιος θύρα</b> dub. l. in Men.546; cf. <b class="b3">αὐλία θύρα· πυλών</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[relativo al establo o aprisco]] ἀστὴρ [[αὔλιος]] estrella que anuncia la vuelta al redil e.d. lucero de la tarde</i> Call.<i>Fr</i>.177.6, A.R.4.1630.<br /><b class="num">2</b> [[del patio]] [[αὐλία]] θύρα Moer.81, Hsch.; cf. [[αὔλειος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0393.png Seite 393]] zu den Ställen, Viehhöfen gehörend; ἀστὴρ [[αὔλιος]], der Abendstern, bei dessen Aufgang die Heerden in die Hürden getrieben wurden, Ap. Rh. 4, 1630. Bei Eur. Ion. 500 lies't Herm. αὐλίοις συρίζων für αὐλείοις, u. leitet es von [[αὐλός]] ab, wie [[αὔλιος]] [[θύρα]] = [[αὐλεία]], Men. Stob. flor. 74, 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0393.png Seite 393]] zu den Ställen, Viehhöfen gehörend; ἀστὴρ [[αὔλιος]], der Abendstern, bei dessen Aufgang die Heerden in die Hürden getrieben wurden, Ap. Rh. 4, 1630. Bei Eur. Ion. 500 lies't Herm. αὐλίοις συρίζων für αὐλείοις, u. leitet es von [[αὐλός]] ab, wie [[αὔλιος]] [[θύρα]] = [[αὐλεία]], Men. Stob. flor. 74, 11.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[qui concerne l'étable]], [[la bergerie]] <i>ou</i> les bergers ; ἀστὴρ [[αὔλιος]] l'étoile du berger ; <i>p. ext.</i> rustique, <i>selon d'autres</i> qui résonne du son de la flûte;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[αὔλειος]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]], ou [[αὐλός]] pour le dernier sens.
}}
{{elru
|elrutext='''αὔλιος:'''<br /><b class="num">I</b> 3<br /><b class="num">1</b> [[αὐλή]] служащий жильем, по друг. [[αὐλός]] оглашаемый звуками свирелей (ἄντρα Eur.);<br /><b class="num">2</b> Men. = [[αὔλειος]] II.<br /><b class="num">II</b> ἡ Luc. [[varia lectio|v.l.]] = [[αὔλειος]] II.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὔλιος''': -α, -ον, ([[αὐλή]] Ι), ἀνήκων εἰς ἐπαύλεις, αὐλίοις… ἐν ἄντροις, ἐν ἀγροτικοῖς σπηλαίοις, Εὐρ. Ἴων 500, (εἰ καὶ ὁ Ἕρμανος περιορίζει τὴν σημασ. ταύτην εἰς τὸ [[αὔλειος]] ὡς ἐπιθέτου τοῦ ὀνόματος [[αὐλή]], παράγει δὲ τὸ [[αὔλιος]] ἐκ τοῦ [[αὐλός]])· - ἀλλ’ ἀστὴρ [[αὔλιος]], [[εἶναι]] ὁ ἔσπερος, κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ὁποίου ἀποσύρονται οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς οἰκίας αὐτῶν, «[[αὔλιον]] ἀστέρα τὸν ἕσπερον λέγει, ἢ παρὰ τὸ αὐλίζεσθαι, ὅ ἐστι κοιμᾶσθαι, ἢ παρὰ τὸ ἐν αὐλαῖς διατρίβειν καθ’ ἥν ὥραν ὁ [[ἕσπερος]] ἀνατέλλει» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1630, Καλλιμ. Ἀποσπ. 465 (Blomf.). II. [[αὔλιος]] [[θύρα]] = [[αὔλειος]], Μένανδ. ἐν «Ἱερείᾳ» 2.
|lstext='''αὔλιος''': -α, -ον, ([[αὐλή]] Ι), ἀνήκων εἰς ἐπαύλεις, αὐλίοις… ἐν ἄντροις, ἐν ἀγροτικοῖς σπηλαίοις, Εὐρ. Ἴων 500, (εἰ καὶ ὁ Ἕρμανος περιορίζει τὴν σημασ. ταύτην εἰς τὸ [[αὔλειος]] ὡς ἐπιθέτου τοῦ ὀνόματος [[αὐλή]], παράγει δὲ τὸ [[αὔλιος]] ἐκ τοῦ [[αὐλός]])· - ἀλλ’ ἀστὴρ [[αὔλιος]], [[εἶναι]] ὁ ἔσπερος, κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ὁποίου ἀποσύρονται οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς οἰκίας αὐτῶν, «[[αὔλιον]] ἀστέρα τὸν ἕσπερον λέγει, ἢ παρὰ τὸ αὐλίζεσθαι, ὅ ἐστι κοιμᾶσθαι, ἢ παρὰ τὸ ἐν αὐλαῖς διατρίβειν καθ’ ἥν ὥραν ὁ [[ἕσπερος]] ἀνατέλλει» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1630, Καλλιμ. Ἀποσπ. 465 (Blomf.). II. [[αὔλιος]] [[θύρα]] = [[αὔλειος]], Μένανδ. ἐν «Ἱερείᾳ» 2.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui concerne l’étable, la bergerie <i>ou</i> les bergers ; ἀστὴρ [[αὔλιος]] l’étoile du berger ; <i>p. ext.</i> rustique, <i>selon d’autres</i> qui résonne du son de la flûte;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[αὔλειος]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]], ou [[αὐλός]] pour le dernier sens.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[relativo al establo o aprisco]] ἀστὴρ [[αὔλιος]] estrella que anuncia la vuelta al redil e.d. lucero de la tarde</i> Call.<i>Fr</i>.177.6, A.R.4.1630.<br /><b class="num">2</b> [[del patio]] [[αὐλία]] θύρα Moer.81, Hsch.; cf. [[αὔλειος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὔλιος:''' -α, -ον ([[αὐλή]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις αγροτικές αυλές, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''αὔλιος:''' -α, -ον ([[αὐλή]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις αγροτικές αυλές, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὔλιος:'''<br /><b class="num">I</b> 3<br /><b class="num">1)</b> [[αὐλή]] служащий жильем, по друг. [[αὐλός]] оглашаемый звуками свирелей (ἄντρα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> Men. = [[αὔλειος]] II.<br /><b class="num">II</b> ἡ Luc. v. l. = [[αὔλειος]] II.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αὐλή]]<br />of or for [[farm]]-yards, [[rustic]], Eur.
|mdlsjtxt=[[αὐλή]]<br />of or for [[farm]]-yards, [[rustic]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 09:34, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔλιος Medium diacritics: αὔλιος Low diacritics: αύλιος Capitals: ΑΥΛΙΟΣ
Transliteration A: aúlios Transliteration B: aulios Transliteration C: aylios Beta Code: au)/lios

English (LSJ)

α, ον, (αὐλή I)
A belonging to folds, ἀστὴρ αὔλιος 'star that bids the shepherd fold', A.R.4.1630, cf. Call.Fr.539; ὅταν αὐλίοις συρίζῃς, ὦ Πάν, τοῖς σοῖσιν ἐν ἄντροις dub. l. in E.Ion500 (lyr.).
II αὔλιος θύρα dub. l. in Men.546; cf. αὐλία θύρα· πυλών, Hsch.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 relativo al establo o aprisco ἀστὴρ αὔλιος estrella que anuncia la vuelta al redil e.d. lucero de la tarde Call.Fr.177.6, A.R.4.1630.
2 del patio αὐλία θύρα Moer.81, Hsch.; cf. αὔλειος.

German (Pape)

[Seite 393] zu den Ställen, Viehhöfen gehörend; ἀστὴρ αὔλιος, der Abendstern, bei dessen Aufgang die Heerden in die Hürden getrieben wurden, Ap. Rh. 4, 1630. Bei Eur. Ion. 500 lies't Herm. αὐλίοις συρίζων für αὐλείοις, u. leitet es von αὐλός ab, wie αὔλιος θύρα = αὐλεία, Men. Stob. flor. 74, 11.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui concerne l'étable, la bergerie ou les bergers ; ἀστὴρ αὔλιος l'étoile du berger ; p. ext. rustique, selon d'autres qui résonne du son de la flûte;
2 c. αὔλειος.
Étymologie: αὐλή, ou αὐλός pour le dernier sens.

Russian (Dvoretsky)

αὔλιος:
I 3
1 αὐλή служащий жильем, по друг. αὐλός оглашаемый звуками свирелей (ἄντρα Eur.);
2 Men. = αὔλειος II.
II ἡ Luc. v.l. = αὔλειος II.

Greek (Liddell-Scott)

αὔλιος: -α, -ον, (αὐλή Ι), ἀνήκων εἰς ἐπαύλεις, αὐλίοις… ἐν ἄντροις, ἐν ἀγροτικοῖς σπηλαίοις, Εὐρ. Ἴων 500, (εἰ καὶ ὁ Ἕρμανος περιορίζει τὴν σημασ. ταύτην εἰς τὸ αὔλειος ὡς ἐπιθέτου τοῦ ὀνόματος αὐλή, παράγει δὲ τὸ αὔλιος ἐκ τοῦ αὐλός)· - ἀλλ’ ἀστὴρ αὔλιος, εἶναι ὁ ἔσπερος, κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ὁποίου ἀποσύρονται οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς οἰκίας αὐτῶν, «αὔλιον ἀστέρα τὸν ἕσπερον λέγει, ἢ παρὰ τὸ αὐλίζεσθαι, ὅ ἐστι κοιμᾶσθαι, ἢ παρὰ τὸ ἐν αὐλαῖς διατρίβειν καθ’ ἥν ὥραν ὁ ἕσπερος ἀνατέλλει» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1630, Καλλιμ. Ἀποσπ. 465 (Blomf.). II. αὔλιος θύρα = αὔλειος, Μένανδ. ἐν «Ἱερείᾳ» 2.

Greek Monolingual

αὔλιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή ή στο μαντρί
2. φρ. «ἀστὴρ αὔλιος» — ο αποσπερίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα σύνθετα με β' συνθετικό το επίθ. αύλιος συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα σύνθετα από -αυλος της λ. αυλός, των οποίων όμως η σημασία είναι τελείως διαφορετική, πρβλ. συναυλία (αυλή) «η συζυγική συμβίωση», συναυλία (αυλός) «συμφωνία αυλών».
ΣΥΝΘ. αρχ. απαυλία, αγραυλία, δυσαυλία, επαύλιον, θυραυλία, μοναυλία, ομαυλία, συναυλία.

Greek Monotonic

αὔλιος: -α, -ον (αὐλή), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις αγροτικές αυλές, αγροτικός, εξοχικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

αὐλή
of or for farm-yards, rustic, Eur.