δαιμονάω: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(4)
 
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daimonao
|Transliteration C=daimonao
|Beta Code=daimona/w
|Beta Code=daimona/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be under the power of a</b> <b class="b3">δαίμων</b>, <b class="b2">to suffer by a divine visitation</b>, δαιμονᾷ δόμος κακοῖς <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>566</span>; δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span> 1008</span> (lyr.): abs., <b class="b2">to be possessed, to be mad</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>888</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.1.9</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>20</span>, etc.; δαιμονᾷς <span class="bibl">Men.140</span>.</span>
|Definition=to [[be under the power of a god]] ([[δαίμων]]), to [[suffer by a divine visitation]], δαιμονᾷ δόμος κακοῖς A.''Ch.''566; δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ Id.''Th.'' 1008 (lyr.): abs., to [[be possessed]], to [[be mad]], E.''Ph.''888, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.1.9, Plu.''Marc.''20, etc.; δαιμονᾷς Men.140.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> trag. [[estar bajo el poder de un demon]], [[sufrir una desgracia por voluntad del demon]] δαιμονᾷ [[δόμος]] κακοῖς A.<i>Ch</i>.566, δαιμονῶντες ἄτᾳ A.<i>Th</i>.1001, (τοὺς Οἰδίπου παῖδας) δαιμονῶντας κἀνατρέψοντας πόλιν E.<i>Ph</i>.888.<br /><b class="num">2</b> frec. junto a conceptos que indican locura o pérdida del juicio [[estar poseído]], [[ser un poseso o un endemoniado]] ἐξέλιπε τὸν βίον, δαιμονήσας Plb.31.9.4, δαιμονῶν καὶ παραφρονῶν Plu.<i>Marc</i>.20, τοὺς δαιμονῶντας ἀπαλλάττουσι τῶν δειμάτων Luc.<i>Philops</i>.16, οἱ νοσοῦντες αὐτῶν καὶ δαιμονῶντες <i>Hom.Clem</i>.7.10.3, cf. Artem.5.43, Philostr.<i>VA</i> 3.38, 4.20, Eus.<i>PE</i> 4.15.7, Anon.<i>Mirac.Thecl</i>.11.13<br /><b class="num"></b>junto al embaucador, del actor que representa a un dios pagano διὰ πηλίνης ὄψεως δαιμονῶντα al que representa a un diablo con la máscara dramática de barro cocido</i> Tat.<i>Orat</i>.22, ἐντέχνῳ τινὶ γοητείᾳ δαιμονῶντες Clem.Al.<i>Prot</i>.1.3, de la herejía, Eus.<i>HE</i> 7.31.1<br /><b class="num">•</b>fig. [[perder el juicio]], [[estar loco o fuera de sí]] τοὺς δὲ ... οἰομένους ... δαιμονᾶν X.<i>Mem</i>.1.1.9, τῶν ὀνειρωττόντων καὶ δαιμονώντων ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν Plb.12.12b.1, cf. Plu.<i>Per</i>.6, 2.169d, Cels.Phil.7.40.<br /><b class="num">3</b> [[actuar por inspiración divina]] δαιμονᾶν τὸ πλῆθος ἔπειθον ... ὡς [[ἐκεῖ]] τοῦ θεοῦ δείξοντος I.<i>BI</i> 2.259.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] in der Gewalt eines Dämon stehen, δαιμονᾷ [[δόμος]] κακοῖς Aesch. Ch. 566, das Haus ist durch den Willen der Götter im Unglück; δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ Spt. 999; Eur. Phoen. 895 wird δαιμονῶντες vom Schol. erkl. σκληρῷ δαίμονι καὶ ἀπανθρώπῳ χρώμενοι, die unter der Einwirkung eines bösen Damon stehen; allgemeiner, Ar. Th. 1054 λαιμότμητ' ἄχη δαιμονῶν, gepeinigt von Schmerzen. Übh. besessen, verrückt sein, Xen. Mem. 1, 1, 9; neben παραφρονεῖν Plut. Marc. 23; Luc. Philops. 16.
}}
{{bailly
|btext=[[δαιμονῶ]] :<br /><i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> [[être au pouvoir d'un dieu]];<br /><b>2</b> [[être possédé]], [[avoir l'esprit égaré]] ; être troublé, bouleversé : δαιμονᾷ [[δόμος]] κακοῖς ESCHL la maison est bouleversée par le malheur qui survient (le songe de Clytemnestre).<br />'''Étymologie:''' [[δαίμων]].
}}
{{elnl
|elnltext=δαιμονάω [δαίμων] bezeten zijn door een demon, waanzinnig zijn:. δαιμονᾷ δόμος κακοῖς het huis is bezeten door demonische ellende Aeschl. Ch. 566.
}}
{{elru
|elrutext='''δαιμονάω:''' [[находиться во власти]] (мстящего) божества, быть одержимым, безумствовать, неистовствовать Eur., Xen., Plut., Luc.: ἄχη δαιμονῶν Arph. обезумевший от страданий; δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ Aesch. обреченные судьбой на преступление; δαιμονᾷ [[δόμος]] κακοῖς Aesch. дом поражен (свыше) бедствиями.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαιμονάω:''' βρίσκομαι [[κάτω]] από την [[εξουσία]] ενός δαίμονα, καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι από θεϊκό [[πνεύμα]]· <i>δαιμονᾶν κακοῖς</i>, [[υποφέρω]] από θεόσταλτες συμφορές, σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>δ. ἐν ἄτᾳ</i>, στον ίδ.· απόλ., κατέχομαι από τη θεϊκή [[δύναμη]], καταλαμβάνομαι από θεϊκή [[μανία]], είμαι [[μανιακός]], [[παραφρονώ]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{ls
|lstext='''δαιμονάω''': διατελῶ ὑπὸ τὴν δύναμιν καὶ ἐπίδρασιν δαίμονος, [[πάσχω]] [[θεόθεν]], δαιμονᾷ [[δόμος]] κακοῖς Αἰσχύλ. Χο. 566· δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ ὁ αὐτ. Θήβ. 1001· -ἀπολύτ., κατέχομαι ὑπὸ δαίμονος, εἶμαι [[παράφρων]], Εὐρ. Φοιν. 888, Ξεν. Ἀπομν. 1.1, 9· δαιμονᾷς Μένανδ. Ἑαυτ. τ. 1· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., δ. ἄχη, εἰσὶ προωρισμέναι δι’ ἐμὲ ὑπὸ τοῦ δαίμονος θλίψεις, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to be under the [[power]] of a [[δαίμων]], to [[suffer]] by a [[divine]] [[visitation]], δαιμονᾶν κακοῖς to be plunged in [[heaven]]-sent woes, Aesch.; so, δ. ἐν ἄται Aesch.:— absol. to be [[possessed]], to be mad, Eur., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 06:35, 30 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμονάω Medium diacritics: δαιμονάω Low diacritics: δαιμονάω Capitals: ΔΑΙΜΟΝΑΩ
Transliteration A: daimonáō Transliteration B: daimonaō Transliteration C: daimonao Beta Code: daimona/w

English (LSJ)

to be under the power of a god (δαίμων), to suffer by a divine visitation, δαιμονᾷ δόμος κακοῖς A.Ch.566; δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ Id.Th. 1008 (lyr.): abs., to be possessed, to be mad, E.Ph.888, X.Mem.1.1.9, Plu.Marc.20, etc.; δαιμονᾷς Men.140.

Spanish (DGE)

1 trag. estar bajo el poder de un demon, sufrir una desgracia por voluntad del demon δαιμονᾷ δόμος κακοῖς A.Ch.566, δαιμονῶντες ἄτᾳ A.Th.1001, (τοὺς Οἰδίπου παῖδας) δαιμονῶντας κἀνατρέψοντας πόλιν E.Ph.888.
2 frec. junto a conceptos que indican locura o pérdida del juicio estar poseído, ser un poseso o un endemoniado ἐξέλιπε τὸν βίον, δαιμονήσας Plb.31.9.4, δαιμονῶν καὶ παραφρονῶν Plu.Marc.20, τοὺς δαιμονῶντας ἀπαλλάττουσι τῶν δειμάτων Luc.Philops.16, οἱ νοσοῦντες αὐτῶν καὶ δαιμονῶντες Hom.Clem.7.10.3, cf. Artem.5.43, Philostr.VA 3.38, 4.20, Eus.PE 4.15.7, Anon.Mirac.Thecl.11.13
junto al embaucador, del actor que representa a un dios pagano διὰ πηλίνης ὄψεως δαιμονῶντα al que representa a un diablo con la máscara dramática de barro cocido Tat.Orat.22, ἐντέχνῳ τινὶ γοητείᾳ δαιμονῶντες Clem.Al.Prot.1.3, de la herejía, Eus.HE 7.31.1
fig. perder el juicio, estar loco o fuera de sí τοὺς δὲ ... οἰομένους ... δαιμονᾶν X.Mem.1.1.9, τῶν ὀνειρωττόντων καὶ δαιμονώντων ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν Plb.12.12b.1, cf. Plu.Per.6, 2.169d, Cels.Phil.7.40.
3 actuar por inspiración divina δαιμονᾶν τὸ πλῆθος ἔπειθον ... ὡς ἐκεῖ τοῦ θεοῦ δείξοντος I.BI 2.259.

German (Pape)

[Seite 514] in der Gewalt eines Dämon stehen, δαιμονᾷ δόμος κακοῖς Aesch. Ch. 566, das Haus ist durch den Willen der Götter im Unglück; δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ Spt. 999; Eur. Phoen. 895 wird δαιμονῶντες vom Schol. erkl. σκληρῷ δαίμονι καὶ ἀπανθρώπῳ χρώμενοι, die unter der Einwirkung eines bösen Damon stehen; allgemeiner, Ar. Th. 1054 λαιμότμητ' ἄχη δαιμονῶν, gepeinigt von Schmerzen. Übh. besessen, verrückt sein, Xen. Mem. 1, 1, 9; neben παραφρονεῖν Plut. Marc. 23; Luc. Philops. 16.

French (Bailly abrégé)

δαιμονῶ :
seul. prés.
1 être au pouvoir d'un dieu;
2 être possédé, avoir l'esprit égaré ; être troublé, bouleversé : δαιμονᾷ δόμος κακοῖς ESCHL la maison est bouleversée par le malheur qui survient (le songe de Clytemnestre).
Étymologie: δαίμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιμονάω [δαίμων] bezeten zijn door een demon, waanzinnig zijn:. δαιμονᾷ δόμος κακοῖς het huis is bezeten door demonische ellende Aeschl. Ch. 566.

Russian (Dvoretsky)

δαιμονάω: находиться во власти (мстящего) божества, быть одержимым, безумствовать, неистовствовать Eur., Xen., Plut., Luc.: ἄχη δαιμονῶν Arph. обезумевший от страданий; δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ Aesch. обреченные судьбой на преступление; δαιμονᾷ δόμος κακοῖς Aesch. дом поражен (свыше) бедствиями.

Greek Monotonic

δαιμονάω: βρίσκομαι κάτω από την εξουσία ενός δαίμονα, καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι από θεϊκό πνεύμα· δαιμονᾶν κακοῖς, υποφέρω από θεόσταλτες συμφορές, σε Αισχύλ.· ομοίως, δ. ἐν ἄτᾳ, στον ίδ.· απόλ., κατέχομαι από τη θεϊκή δύναμη, καταλαμβάνομαι από θεϊκή μανία, είμαι μανιακός, παραφρονώ, σε Ευρ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονάω: διατελῶ ὑπὸ τὴν δύναμιν καὶ ἐπίδρασιν δαίμονος, πάσχω θεόθεν, δαιμονᾷ δόμος κακοῖς Αἰσχύλ. Χο. 566· δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ ὁ αὐτ. Θήβ. 1001· -ἀπολύτ., κατέχομαι ὑπὸ δαίμονος, εἶμαι παράφρων, Εὐρ. Φοιν. 888, Ξεν. Ἀπομν. 1.1, 9· δαιμονᾷς Μένανδ. Ἑαυτ. τ. 1· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., δ. ἄχη, εἰσὶ προωρισμέναι δι’ ἐμὲ ὑπὸ τοῦ δαίμονος θλίψεις, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054.

Middle Liddell

to be under the power of a δαίμων, to suffer by a divine visitation, δαιμονᾶν κακοῖς to be plunged in heaven-sent woes, Aesch.; so, δ. ἐν ἄται Aesch.:— absol. to be possessed, to be mad, Eur., Xen.