ἀσβόλη: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asvoli
|Transliteration C=asvoli
|Beta Code=a)sbo/lh
|Beta Code=a)sbo/lh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἄσβολος]], <span class="bibl">Semon.7.61</span>, Dsc.5.161, Gal.8.378.</span>
|Definition=ἡ, = [[ἄσβολος]], [[soot]] Semon.7.61, Dsc.5.161, Gal.8.378.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[hollín]] Semon.7.61, [[LXX]] <i>La</i>.4.8, Dsc.5.161, Arr.<i>Epict</i>.3.16.3, Gal.8.378, Moer.9, Phryn.82, Lollian.B 1ue.28, Aesop.29.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0369.png Seite 369]] ἡ, Ruß, unattisch, Lob. zu Phryn. p. 113.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0369.png Seite 369]] ἡ, Ruß, unattisch, Lob. zu Phryn. p. 113.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />[[suie]], [[noir de fumée]].<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis cf. <i>skr.</i> asah « cendre », <i>lat.</i> ardere, <i>angl.</i> ash.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσβόλη''': ἡ, = ἄσβολος, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 61.
|lstext='''ἀσβόλη''': ἡ, = ἄσβολος, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 61.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />suie, noir de fumée.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis cf. <i>skr.</i> asah « cendre », <i>lat.</i> ardere, <i>angl.</i> ash.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[hollín]] Semon.7.61, LXX <i>La</i>.4.8, Dsc.5.161, Arr.<i>Epict</i>.3.16.3, Gal.8.378, Moer.9, Phryn.82, Lollian.B 1ue.28, Aesop.29.3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀσβόλη]], η<br />Α και [[ἄσβολος]], η, ο)<br />η [[καπνιά]], η μαύρη [[σκόνη]] που κάθεται [[πάνω]] στους τοίχους από καπνό φωτιάς<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[συμφορά]], η [[δυστυχία]]<br /><b>μσν.</b><br />το [[μαύρισμα]], το [[μουτζούρωμα]] με [[καπνιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ψιλή]] [[σκόνη]] από τα κάρβουνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τύποι αβέβαιης ετυμολογίας, για την [[ερμηνεία]] των οποίων έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Το αρχικό [[μόρφημα]] της λ. (<i>ασ</i>-) δυνατόν σε ΙΕ. [[ρίζα]] <i>as</i>- «[[καίω]], φλέγομαι [[ξηραίνω]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>ara</i> «[[βωμός]]», <i>ā</i><i>re</i><i>ō</i> «[[είμαι]] [[ξηρός]]», αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>sa</i>- «[[στάχτη]]») ή σε [[ρίζα]] <i>azd</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>as</i>-) ([[πρβλ]]. <i>άζω</i> Ι) ή [[τέλος]] σε [[ρίζα]] <i>azg</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>as</i>-) ([[πρβλ]]. αρμ. <i>ačiwn</i> «[[στάχτη]]», αρχ. άνω γερμ. <i>asca</i>, γερμ. <i>Asche</i> «[[στάχτη]]»). Δυσχέρειες παρουσιάζει εξάλλου η μορφολογική [[ανάλυση]] του [[άσβολος]] (συνηθέστερου αττ. τ. του [[ασβόλη]]), και συγκεκριμένα του β' συνθετικού -<i>βολος</i>, η [[προφανής]] [[συγγένεια]] του οποίου με το [[βάλλω]] δυνατόν να [[είναι]] τυχαία ή να οφείλεται σε [[παρετυμολογία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασβολώνω]] (AM -<i>ώ</i>, -<i>όω</i>), [[ασβολώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ασβολερός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ασβολοποιός]]].
|mltxt=η (AM [[ἀσβόλη]], η<br />Α και [[ἄσβολος]], η, ο)<br />η [[καπνιά]], η μαύρη [[σκόνη]] που κάθεται [[πάνω]] στους τοίχους από καπνό φωτιάς<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[συμφορά]], η [[δυστυχία]]<br /><b>μσν.</b><br />το [[μαύρισμα]], το [[μουτζούρωμα]] με [[καπνιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ψιλή]] [[σκόνη]] από τα κάρβουνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τύποι αβέβαιης ετυμολογίας, για την [[ερμηνεία]] των οποίων έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Το αρχικό [[μόρφημα]] της λ. (<i>ασ</i>-) δυνατόν σε ΙΕ. [[ρίζα]] <i>as</i>- «[[καίω]], φλέγομαι [[ξηραίνω]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>ara</i> «[[βωμός]]», <i>ā</i><i>re</i><i>ō</i> «[[είμαι]] [[ξηρός]]», αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>sa</i>- «[[στάχτη]]») ή σε [[ρίζα]] <i>azd</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>as</i>-) ([[πρβλ]]. <i>άζω</i> Ι) ή [[τέλος]] σε [[ρίζα]] <i>azg</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>as</i>-) ([[πρβλ]]. αρμ. <i>ačiwn</i> «[[στάχτη]]», αρχ. άνω γερμ. <i>asca</i>, γερμ. <i>Asche</i> «[[στάχτη]]»). Δυσχέρειες παρουσιάζει εξάλλου η μορφολογική [[ανάλυση]] του [[άσβολος]] (συνηθέστερου αττ. τ. του [[ασβόλη]]), και συγκεκριμένα του β' συνθετικού -<i>βολος</i>, η [[προφανής]] [[συγγένεια]] του οποίου με το [[βάλλω]] δυνατόν να [[είναι]] τυχαία ή να οφείλεται σε [[παρετυμολογία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασβολώνω]] (AM -<i>ώ</i>, -<i>όω</i>), [[ασβολώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ασβολερός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ασβολοποιός]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:04, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσβόλη Medium diacritics: ἀσβόλη Low diacritics: ασβόλη Capitals: ΑΣΒΟΛΗ
Transliteration A: asbólē Transliteration B: asbolē Transliteration C: asvoli Beta Code: a)sbo/lh

English (LSJ)

ἡ, = ἄσβολος, soot Semon.7.61, Dsc.5.161, Gal.8.378.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
hollín Semon.7.61, LXX La.4.8, Dsc.5.161, Arr.Epict.3.16.3, Gal.8.378, Moer.9, Phryn.82, Lollian.B 1ue.28, Aesop.29.3.

German (Pape)

[Seite 369] ἡ, Ruß, unattisch, Lob. zu Phryn. p. 113.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
suie, noir de fumée.
Étymologie: DELG ? -- Babiniotis cf. skr. asah « cendre », lat. ardere, angl. ash.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσβόλη: ἡ, = ἄσβολος, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 61.

Greek Monolingual

η (AM ἀσβόλη, η
Α και ἄσβολος, η, ο)
η καπνιά, η μαύρη σκόνη που κάθεται πάνω στους τοίχους από καπνό φωτιάς
νεοελλ.
η συμφορά, η δυστυχία
μσν.
το μαύρισμα, το μουτζούρωμα με καπνιά
αρχ.
η ψιλή σκόνη από τα κάρβουνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι αβέβαιης ετυμολογίας, για την ερμηνεία των οποίων έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Το αρχικό μόρφημα της λ. (ασ-) δυνατόν σε ΙΕ. ρίζα as- «καίω, φλέγομαι ξηραίνω» (πρβλ. λατ. ara «βωμός», āreō «είμαι ξηρός», αρχ. ινδ. āsa- «στάχτη») ή σε ρίζα azd- (< as-) (πρβλ. άζω Ι) ή τέλος σε ρίζα azg- (< as-) (πρβλ. αρμ. ačiwn «στάχτη», αρχ. άνω γερμ. asca, γερμ. Asche «στάχτη»). Δυσχέρειες παρουσιάζει εξάλλου η μορφολογική ανάλυση του άσβολος (συνηθέστερου αττ. τ. του ασβόλη), και συγκεκριμένα του β' συνθετικού -βολος, η προφανής συγγένεια του οποίου με το βάλλω δυνατόν να είναι τυχαία ή να οφείλεται σε παρετυμολογία.
ΠΑΡ. ασβολώνω (AM -ώ, -όω), ασβολώδης
μσν.- νεοελλ.
ασβολερός.
ΣΥΝΘ. μσν. ασβολοποιός].