δαρτός: Difference between revisions

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dartos
|Transliteration C=dartos
|Beta Code=darto/s
|Beta Code=darto/s
|Definition=ή, όν, (δέρω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flayed</b>, <b class="b3">ἵππων δ. πρόσωπα</b> the skin <b class="b2">flayed from</b> horses' heads, <span class="bibl">Choeril.4.5</span>; <b class="b3">δ. χιτών</b>, of skin <b class="b2">stripped off</b>, <span class="bibl">Paul.Aeg. 6.61</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τὰδ</b>. <b class="b2">fish which must be skinned before dressing</b>, Mnesith. ap.<span class="bibl">Ath.8.357c</span>; of animals, ἕν τι τῶν δ. ὀνομαζομένων Gal.2.644, cf. <span class="title">IG</span>12.190, <span class="title">SIG</span>57.31 (Milet., V. B.C.).</span>
|Definition=δαρτή, δαρτόν, ([[δέρω]])<br><span class="bld">A</span> [[flayed]], <b class="b3">ἵππων δ. πρόσωπα</b> the [[skin]] [[flay]]ed from horses' [[head]]s, Choeril.4.5; <b class="b3">δ. χιτών</b>, of [[skin]] [[stripped off]], Paul.Aeg. 6.61.<br><span class="bld">II</span> [[τὰ δαρτά]] = [[fish which must be skinned before dressing]], Mnesith. ap.Ath.8.357c; of animals, ἕν τι τῶν δ. ὀνομαζομένων Gal.2.644, cf. ''IG''12.190, ''SIG''57.31 (Milet., V. B.C.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δρᾰτός <i>Il</i>.23.169<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desollado]] σώματα <i>Il</i>.l.c., ἵππων δαρτὰ πρόσωπα Choeril.6.4.<br /><b class="num">2</b> [[despegado]], [[suelto]] [[χιτών]] de la piel de la parte superior del escroto, Ruf.<i>Anat</i>.61, ὑμένες Paul.Aeg.6.61.<br /><b class="num">II</b> subst. [[τὸ δαρτόν]]<br /><b class="num">1</b> [[animal de desuello]], [[que es para el desuello]] (<i>[[sc.]]</i> ἱερεῖον) esp. ref. a anim. ovinos o bovinos <i>Milet</i> 1(3).133.31 (V a.C.), τὰ δαρτά op. τὰ με̄̀ δαρτά ref. a cerdos y aves <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.255B.15, cf. 19 (V a.C.), op. [[εὑστόν]] <i>Ath.Agora</i> 19.L4a.32 (IV a.C.), usado para la disección τὸ ζῶον ἕν τι τῶν δαρτῶν ὀνομαζομένων, οἷον ἢ πρόβατον ἢ βοῦν ἢ αἶγα Gal.2.644<br /><b class="num"></b>tb. de pescados de piel dura no escamosa, Mnesith.Ath.38.12.<br /><b class="num">2</b> dud. [[prepucio]] Hippon.20.3 (ap. crít.).<br /><b class="num">• Etimología:</b> Como ai. <i>dr̥tá</i>-, deriv. en *<i>to</i> sobre la r. de [[δέρω]] q.u., en grado ø.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0523.png Seite 523]] abgehäutet, Galen.; τὰ δαρτά, eine Art Fische, die in der Küche abgehäutet werden, Ath. VIII, 357 c; [[χιτών]], eine von den Häuten, die die Hoden umgeben, Medic.
}}
{{elru
|elrutext='''δαρτός:''' [adj. verb. к [[δέρω]] = [[δρατός]].
}}
{{ls
|lstext='''δαρτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[δέρω]], = γδαρμένος, δαρτὰ πρόσωπα ἵππων, πρόσωπα ἵππων [[ἄνευ]] δέρματος, γδαρμένα, Χοιρίλ. 4· δ. [[χιτών]], εἷς τῶν χιτώνων τῶν ὄρχεων, Παῦλ. Αἰγ. 6. 61. ΙΙ. τὰ δαρτά = ἰχθύες [[ἄνευ]] λεπίδων, ἀλλ’ ἔχοντες σκληρὸν δέρμα, [[ὥστε]] [[ἀνάγκη]] νὰ ἐκδαρῶσι πρὶν παρασκευασθῶσιν, Ἀθήν. 357C.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δαρτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δαρμένος, ξυλοκοπημένος<br /><b>2.</b> (για τη [[βροχή]]) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή [[βροχή]], [[νεροποντή]] σωστή»)<br /><b>3.</b> (για το [[γάλα]], τα αβγά <b>κ.λπ.</b>) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη [[κατά]] την [[επεξεργασία]] του («δαρτό [[γάλα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «δαρτὸς [[χιτών]]» — [[ένας]] από τους χιτώνες τών όρχεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο γδαρμένος («ἵππων δαρτὰ πρόσωπα»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>δαρτά</i>, τα<br />ψάρια [[χωρίς]] λέπια, [[αλλά]] με σκληρό [[δέρμα]], ώστε να χρειάζονται [[γδάρσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέρω]]<br />αντιστοιχεί επακριβώς σε αρχ. ινδ. <i>drta</i>-. Από αυτό προήλθε και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[δάρτινον]]<br />[[πέπλον]] λινούν»].
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαρτός Medium diacritics: δαρτός Low diacritics: δαρτός Capitals: ΔΑΡΤΟΣ
Transliteration A: dartós Transliteration B: dartos Transliteration C: dartos Beta Code: darto/s

English (LSJ)

δαρτή, δαρτόν, (δέρω)
A flayed, ἵππων δ. πρόσωπα the skin flayed from horses' heads, Choeril.4.5; δ. χιτών, of skin stripped off, Paul.Aeg. 6.61.
II τὰ δαρτά = fish which must be skinned before dressing, Mnesith. ap.Ath.8.357c; of animals, ἕν τι τῶν δ. ὀνομαζομένων Gal.2.644, cf. IG12.190, SIG57.31 (Milet., V. B.C.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): δρᾰτός Il.23.169
I 1desollado σώματα Il.l.c., ἵππων δαρτὰ πρόσωπα Choeril.6.4.
2 despegado, suelto χιτών de la piel de la parte superior del escroto, Ruf.Anat.61, ὑμένες Paul.Aeg.6.61.
II subst. τὸ δαρτόν
1 animal de desuello, que es para el desuello (sc. ἱερεῖον) esp. ref. a anim. ovinos o bovinos Milet 1(3).133.31 (V a.C.), τὰ δαρτά op. τὰ με̄̀ δαρτά ref. a cerdos y aves IG 13.255B.15, cf. 19 (V a.C.), op. εὑστόν Ath.Agora 19.L4a.32 (IV a.C.), usado para la disección τὸ ζῶον ἕν τι τῶν δαρτῶν ὀνομαζομένων, οἷον ἢ πρόβατον ἢ βοῦν ἢ αἶγα Gal.2.644
tb. de pescados de piel dura no escamosa, Mnesith.Ath.38.12.
2 dud. prepucio Hippon.20.3 (ap. crít.).
• Etimología: Como ai. dr̥tá-, deriv. en *to sobre la r. de δέρω q.u., en grado ø.

German (Pape)

[Seite 523] abgehäutet, Galen.; τὰ δαρτά, eine Art Fische, die in der Küche abgehäutet werden, Ath. VIII, 357 c; χιτών, eine von den Häuten, die die Hoden umgeben, Medic.

Russian (Dvoretsky)

δαρτός: [adj. verb. к δέρω = δρατός.

Greek (Liddell-Scott)

δαρτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ δέρω, = γδαρμένος, δαρτὰ πρόσωπα ἵππων, πρόσωπα ἵππων ἄνευ δέρματος, γδαρμένα, Χοιρίλ. 4· δ. χιτών, εἷς τῶν χιτώνων τῶν ὄρχεων, Παῦλ. Αἰγ. 6. 61. ΙΙ. τὰ δαρτά = ἰχθύες ἄνευ λεπίδων, ἀλλ’ ἔχοντες σκληρὸν δέρμα, ὥστε ἀνάγκη νὰ ἐκδαρῶσι πρὶν παρασκευασθῶσιν, Ἀθήν. 357C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δαρτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. δαρμένος, ξυλοκοπημένος
2. (για τη βροχή) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή βροχή, νεροποντή σωστή»)
3. (για το γάλα, τα αβγά κ.λπ.) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη κατά την επεξεργασία του («δαρτό γάλα»)
μσν.
φρ. «δαρτὸς χιτών» — ένας από τους χιτώνες τών όρχεων
αρχ.
1. ο γδαρμένος («ἵππων δαρτὰ πρόσωπα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δαρτά, τα
ψάρια χωρίς λέπια, αλλά με σκληρό δέρμα, ώστε να χρειάζονται γδάρσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω
αντιστοιχεί επακριβώς σε αρχ. ινδ. drta-. Από αυτό προήλθε και η γλώσσα του Ησυχίου «δάρτινον
πέπλον λινούν»].