δρατός Search Google

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾰτός Medium diacritics: δρατός Low diacritics: δρατός Capitals: ΔΡΑΤΟΣ
Transliteration A: dratós Transliteration B: dratos Transliteration C: dratos Beta Code: drato/s

English (LSJ)

δρατή, δρατόν, = δαρτός, (δέρω) skinned, flayed, δρατὰ σώματα Il.23.169 (v.l. δρετά).

Spanish (DGE)

v. δαρτός.
-ή, -όν
1 visible, EM 287.8G.
2 plu. οἱ δρατοί los ojos, EM 287.8G.

German (Pape)

[Seite 665] adj. verb. zu δείρω, für δαρτός, abgehäutet; Homer einmal, Iliad. 23, 169 περὶ δὲ δρατὰ σώματα νήει, Scholl. Didym. τὰ πολλὰ τῶν ὑπομνημάτων διὰ τοῦ ε δρετά· καὶ τάχα ἀπὸ τοῦ δέρειν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸς τὴν μετάθεσιν, ὅτι ἀντὶ τοῦ δαρτά. Aristarchs zweite Ausgabe, welche Aristonicus erklärt (s. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 84), hatte also δρατά; die πολλὰ τῶν ὑπομνημάτων sind nicht von Aristarch verfaßte Commentare, sondern von Aristarcheern verfaßte; in diesen Commentaren ward δρετά für die Aristarchische Lesart ausgegeben; dies δρετά wird die Lesart der ersten Aristarchischen Ausgabe gewesen sein, welche jene Commentatoren irrthümlich für die alleinige Aristarchische Lesart hielten.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
écorché.
Étymologie: adj. verb. de δέρω.

Russian (Dvoretsky)

δρᾰτός: [adj. verb. к δέρω = δαρτός ободранный, со снятой кожей (σώματα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰτός: -ή, -όν, κατὰ μετάθ. ἀντὶ δαρτός, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ δέρω, ἐκδεδαρμένος, ἀφῃρημένος τὸ δέρμα, δρατὰ σώματα Ἰλ. Ψ. 169.

English (Autenrieth)

(δέρω): flayed, Il. 23.169.

Greek Monolingual

δρατός, -ή, -όν (Α)
δαρτός, γδαρμένος.

Greek Monotonic

δρᾰτός: -ή, -όν, με μετάθεση αντί δαρτός, ρημ. επίθ. του δέρω, γδαρμένος, αυτός που του έχει αφαιρεθεί το δέρμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

δρᾰτός, ή, όν adj [metath. for δαρτός, verb. adj. of δέρω,]
skinned, flayed, Il.

Translations