γαλῆ: Difference between revisions
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=galh= | |Beta Code=galh= | ||
|Definition=ἡ, contr. for [[γαλέη]] ([[quod vide|q.v.]]). | |Definition=ἡ, contr. for [[γαλέη]] ([[quod vide|q.v.]]). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=v. [[γαλέη]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] contrah. aus [[γαλέη]], w. m. s. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] contrah. aus [[γαλέη]], w. m. s. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[γαλέη]]. | |btext=v. [[γαλέη]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[γαλῆ]] -ῆς, ἡ contr., zie [[γαλέη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γᾰλῆ:''' ἡ стяж. к [[γαλέη]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''γαλῆ''': ἡ, συνῃρ. τοῦ [[γαλέη]], ὃ ἴδε. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γαλῆ:''' ἡ, συνηρ. αντί [[γαλέη]]. | |lsmtext='''γαλῆ:''' ἡ, συνηρ. αντί [[γαλέη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 3 October 2022
English (LSJ)
Spanish (DGE)
v. γαλέη.
German (Pape)
[Seite 471] contrah. aus γαλέη, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
v. γαλέη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαλῆ -ῆς, ἡ contr., zie γαλέη.
Russian (Dvoretsky)
γᾰλῆ: ἡ стяж. к γαλέη.
Greek (Liddell-Scott)
γαλῆ: ἡ, συνῃρ. τοῦ γαλέη, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
η (AM γαλῆ, Α και γαλέη)
η γάτα
αρχ.
Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ.
2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» — για πράγματα αταίριαστα
β) «γαλῆν ἔχεις» — για γρουσουζιά
II. είδος μικρού ψαριού
III. «γαλῆς αἷμα» — το φυτό άσπληνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθημα -έη του ασυναίρετου τ. γαλέη οδηγεί στην υπόθεση ότι η λ. δήλωνε αρχικά το δέρμα του ζώου (πρβλ. αλωπεκέη κ.λπ.). Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με λατ. glīs «μυωξός», αρχ. ινδ. giri-, girikā- «ποντικός». Το λατ. galea «περικεφαλαία, κράνος» είναι μάλλον δάνειο από την Ελληνική με μια ιδιάζουσα σημασία (πρβλ. κυνέη «περικεφαλαία από δέρμα σκύλου»). Από το γαλέη προήλθε και το ιταλ. galea «γαλέρα», πιθ. εξαιτίας της ταχύτητάς του. Στη Νέα Ελληνική η λ. γαλῆ έχει αντικατασταθεί από τη λ. γάτα.
ΠΑΡ. αρχ. γαλεώτης, γαλιδεύς.
ΣΥΝΘ. γαλεάγρα, γαλεόβδολο(ν)
αρχ.
γαληόψις].
Greek Monotonic
γαλῆ: ἡ, συνηρ. αντί γαλέη.