στομώνω: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=στομῶ, | |mltxt=[[στομῶ]], [[στομόω]], ΝΜΑ [[στόμα]]<br />[[βυθίζω]] πυρακτωμένο [[εργαλείο]] από σίδηρο σε [[νερό]] για να γίνει ανθεκτικότερο ή [[καλύπτω]] τις ακμές του με χάλυβα, κν. [[βάφω]] (α. «[[στομώνω]] την [[αξίνα]]» β. «[[ἔγχος]] ἐστομωμένον», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] αμβλύτερος, λιγότερο [[κοφτερός]] («στόμωσε το [[μαχαίρι]] και δεν κόβει καλά»)<br /><b>2.</b> [[αποστομώνω]] κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να σωπάσει («τον στόμωσε με τις βρισιές της»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[αμβλύνω]] [[εργαλείο]], το [[κάνω]] λιγότερο κοφτερό («στόμωσα το [[ψαλίδι]] κόβοντας χαρτόνια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φιμώνω]], [[κλείνω]] το [[στόμα]] κάποιου («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῖρας [[ὀπίσω]] δήσαντες καὶ στομώσαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανοίγω]] [[στόμιο]], [[δημιουργώ]] [[άνοιγμα]] («λιμένα στομοῦν», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[διάνοιξη]] με [[χειρουργική]] [[επέμβαση]] ή με φάρμακα σε όργανο που έχει πάθει [[στένωση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[προλέγω]]<br /><b>5.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ικανότερο στο να μιλάει, του [[μαθαίνω]] να χρησιμοποιεί με [[ευστροφία]] τον λόγο<br /><b>6.</b> [[ασκώ]], [[εκπαιδεύω]] κάποιον σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[σχηματίζω]] φραγμό («άκοντισταῖς τήν ούραγίαν και τὰς πλευρὰς στομοῦν», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:08, 8 May 2022
Greek Monolingual
στομῶ, στομόω, ΝΜΑ στόμα
βυθίζω πυρακτωμένο εργαλείο από σίδηρο σε νερό για να γίνει ανθεκτικότερο ή καλύπτω τις ακμές του με χάλυβα, κν. βάφω (α. «στομώνω την αξίνα» β. «ἔγχος ἐστομωμένον», επιγρ.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) γίνομαι αμβλύτερος, λιγότερο κοφτερός («στόμωσε το μαχαίρι και δεν κόβει καλά»)
2. αποστομώνω κάποιον, τον αναγκάζω να σωπάσει («τον στόμωσε με τις βρισιές της»)
νεοελλ.-μσν.
(μτβ.) αμβλύνω εργαλείο, το κάνω λιγότερο κοφτερό («στόμωσα το ψαλίδι κόβοντας χαρτόνια»)
αρχ.
1. φιμώνω, κλείνω το στόμα κάποιου («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῖρας ὀπίσω δήσαντες καὶ στομώσαντες», Ηρόδ.)
2. ανοίγω στόμιο, δημιουργώ άνοιγμα («λιμένα στομοῦν», Πολυδ.)
3. κάνω διάνοιξη με χειρουργική επέμβαση ή με φάρμακα σε όργανο που έχει πάθει στένωση
4. μτφ. προλέγω
5. καθιστώ κάποιον ικανότερο στο να μιλάει, του μαθαίνω να χρησιμοποιεί με ευστροφία τον λόγο
6. ασκώ, εκπαιδεύω κάποιον σε κάτι
7. σχηματίζω φραγμό («άκοντισταῖς τήν ούραγίαν και τὰς πλευρὰς στομοῦν», Πλούτ.).