φιλοτήσιος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
mNo edit summary
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filotisios
|Transliteration C=filotisios
|Beta Code=filoth/sios
|Beta Code=filoth/sios
|Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">Thgn.489</span>: Dor. φῐλοτάσιος [ᾱ], ον, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1073</span> (lyr.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of friendship]] or [[love]], [[promoting it]], φ. ἔργα <span class="bibl">Od.11.246</span>; φ. δίαιτα S. [[l.c.]]; φ. χορός <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>675</span> (lyr.); τέρψις <span class="bibl">Phld.<span class="title">Hom.</span> p.25</span> O.; μέλος Plu.2.329e; εὐνή <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>3.375</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἡ φιλοτησία</b>, with or without [[κύλιξ]], the cup [[sacred to friendship]], the [[loving]]-cup, ἡ μὲν γὰρ φέρεται φιλοτήσιος Thgn. l. c.; πῖνε, κατάκεισο, λαβὲ τήνδε φιλοτησίαν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>985</span> (lyr.); κύλιξ φ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Lys.</span>203</span>; φ. σοι τήνδ' ἐγὼ . . κύλικα προπίομαι <span class="bibl">Alex.291</span>; φιλοτησίαν δὲ τήνδε σοι προπίομαι <span class="bibl">Theopomp.Com.32.9</span>; φιλοτησίαν παρέχειν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Sat.</span>18</span>: pl., φιλοτησίας προπίνειν <span class="bibl">D. 19.128</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>11</span>, <span class="bibl"><span class="title">Gall.</span>12</span>: hence in <span class="bibl">Alex. 58</span>, <b class="b3">τῆς φιλοτησίας ἐγὼ μεστὰς προπίνω</b>, Meineke read [[τρεῖς]] for [[τῆς]]: jestingly, <b class="b3">ἡ τοῦ φαρμάκου φ</b>. Theopomp. Hist. <span class="bibl">177</span>.</span>
|Definition=α, ον, also ος, ον Thgn.489: Dor. [[φιλοτάσιος|φῐλοτάσιος]] [ᾱ], ον, S.''El.''1073 (lyr.):—<br><span class="bld">A</span> [[of friendship]] or [[of love]], [[promoting friendship]], φ. ἔργα Od.11.246; φιλοτήσιος δίαιτα S. [[l.c.]]; φιλοτήσιος χορός Ar.''Fr.''675 (lyr.); τέρψις Phld.''Hom.'' p.25 O.; μέλος Plu.2.329e; εὐνή Opp.''C.''3.375.<br><span class="bld">II</span> ἡ [[φιλοτησία]], with or without [[κύλιξ]], the cup [[sacred to friendship]], the [[loving-cup]], ἡ μὲν γὰρ φέρεται φιλοτήσιος Thgn. l. c.; πῖνε, κατάκεισο, λαβὲ τήνδε φιλοτησίαν [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''985 (lyr.); κύλιξ φ. Id.''Lys.''203; φ. σοι τήνδ' ἐγὼ.. κύλικα προπίομαι Alex.291; φιλοτησίαν δὲ τήνδε σοι προπίομαι Theopomp.Com.32.9; φιλοτησίαν παρέχειν Luc.''Sat.''18: pl., φιλοτησίας προπίνειν D. 19.128, Luc.''Herm.''11, ''Gall.''12: hence in Alex. 58, <b class="b3">τῆς φιλοτησίας ἐγὼ μεστὰς προπίνω</b>, Meineke read [[τρεῖς]] for [[τῆς]]: jestingly, <b class="b3">ἡ τοῦ φαρμάκου φ.</b> Theopomp. Hist. 177.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] auch 2 Endgn, Theogn. 489, zur Freundschaft, Liebe gehörig, sie befördernd; φιλοτήσια ἔργα, Werk der Liebe, Liebesgenuß, Beischlaf, Od. 11, 246; φιλοτησίῳ διαίτᾳ Soph. El. 1062; – ἡ [[φιλοτήσιος]], sc. [[κύλιξ]] od. [[κοτύλη]], ein der Freundschaft od. Liebe geweihter Becher, Theogn. 489; und ἡ [[φιλοτησία]], sc. [[πόσις]], ein Freundschaftstrunk, eine Gesundheit nach unserer Art, φιλοτησίαν [[λαβεῖν]], eine Gesundheit annehmen, Ar. Ach. 947, vgl. Lys. 203; φιλοτησίας προπίνειν, Gesundheit zutrinken, wie φιλοτησίας als gen von einem ausgelassenen [[ἕνεκα]] abhängig erklärt zu werden pflegt, Phryn. in B. A. 70; so auch Dem. 19, 128; φιλοτησίας μελετᾶν Plat. Phaed. 81, wo die [[varia lectio|v.l.]] φιλοποσίας; oft bei Luc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] auch 2 Endgn, Theogn. 489, zur Freundschaft, Liebe gehörig, sie befördernd; φιλοτήσια ἔργα, Werk der Liebe, Liebesgenuß, Beischlaf, Od. 11, 246; φιλοτησίῳ διαίτᾳ Soph. El. 1062; – ἡ [[φιλοτήσιος]], ''[[sc.]]'' [[κύλιξ]] od. [[κοτύλη]], ein der Freundschaft od. Liebe geweihter Becher, Theogn. 489; und ἡ [[φιλοτησία]], ''[[sc.]]'' [[πόσις]], ein Freundschaftstrunk, eine Gesundheit nach unserer Art, φιλοτησίαν [[λαβεῖν]], eine Gesundheit annehmen, Ar. Ach. 947, vgl. Lys. 203; φιλοτησίας προπίνειν, Gesundheit zutrinken, wie φιλοτησίας als gen von einem ausgelassenen [[ἕνεκα]] abhängig erklärt zu werden pflegt, Phryn. in B. A. 70; so auch Dem. 19, 128; φιλοτησίας μελετᾶν Plat. Phaed. 81, wo die [[varia lectio|v.l.]] φιλοποσίας; oft bei Luc.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui concerne l'amour]] <i>ou</i> les plaisirs de l'amour;<br /><b>2</b> [[qui concerne l'amitié]] ; <i>subst.</i> ἡ φιλοτησία ([[πόσις]]) santé que l'on porte à qqn dans un repas.<br />'''Étymologie:''' [[φιλότης]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοτήσιος:''' дор. [[φιλοτάσιος]] (ᾱ) 3<br /><b class="num">1</b> [[дружеский]], [[дружественный]] ([[δίαιτα]] Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[любовный]] (ἔργα Hom.; [[μέλος]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[заздравный]] ([[κρατήρ]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοτήσιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Θέογν. 489· Δωρικ. φιλοτάσιος [ᾱ], Σοφ. Ἠλ. 1074· ― ὁ ἀνήκων εἰς τὴν φιλότητα, προάγων, ὑποβοηθῶν αὐτήν, φιλοτήσια ἔργα, σχεδὸν συνών. τῷ ἔργα Ἀφροδίτης, ἐτέλεσσε… φιλοτήσια ἔργα, «ἐρωτικά, [[τουτέστι]] τὴν μῖξιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Λ. 246· φιλοτασίῳ διαίτᾳ, ἐν φιλικῷ οἰκογενειακῷ βίῳ, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φ. χορὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 564· οὕτω, φ. [[μέλος]] Πλούτ. 2. 329Ε εὐνὴ Ὀππ., κλπ. ΙΙ. ἡ φιλοτησία, μετὰ τοῦ [[κύλιξ]], [[ποτήριον]] ἀφιερωμένον τῇ φιλίᾳ, [[ποτήριον]] φιλότητος, (ἴδε Ἀθήν. 502C, ἡ μὲν γὰρ φέρεται [[φιλοτήσιος]] Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· πῖνε, κατάκεισο, λάβε τήνδε φιλοτησίαν Ἀριστοφ. Ἀχ. 985, πρβλ. Λυσιστράτ. 203· φ. σοι τήνδ’ ἐγώ... κύλικα προπίομαι Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 24, φιλοτησίαν δὲ τήνδε σοι προπίομαι Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Νεμέᾳ» 1. 9· φιλοτησίαν παρέχειν Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 18· φέρεται [[ὡσαύτως]], φιλοτησίας προπίνειν Δημ. 380, ἐν τέλει, Λουκ. Ἑρμότ. 11, Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12, [[ἔνθα]] τὸ φιλοτησίας δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] πτώσεως ἑν. γενικῆς· ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων φαίνεται ὅτι τό: προπίνειν φιλοτησίαν τινί, σημαίνει τὸ πίνειν εἰς ὑγείαν τινός, οὕτω καὶ ἐν Ἀλέξιδος «Δορκίδι» 3· τῆς φιλοτησίας ἐγὼ μεστὰς [[προπίνω]], ὁ Meineke προτείνει εἰς διόρθωσιν [[τρεῖς]] ἀντὶ τῆς· ― ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, ἡ τοῦ φαρμάκου φ. Θεόπομπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθήν. 85Β.
|lstext='''φῐλοτήσιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Θέογν. 489· Δωρικ. φιλοτάσιος [ᾱ], Σοφ. Ἠλ. 1074· ― ὁ ἀνήκων εἰς τὴν φιλότητα, προάγων, ὑποβοηθῶν αὐτήν, φιλοτήσια ἔργα, σχεδὸν συνών. τῷ ἔργα Ἀφροδίτης, ἐτέλεσσε… φιλοτήσια ἔργα, «ἐρωτικά, [[τουτέστι]] τὴν μῖξιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Λ. 246· φιλοτασίῳ διαίτᾳ, ἐν φιλικῷ οἰκογενειακῷ βίῳ, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φ. χορὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 564· οὕτω, φ. [[μέλος]] Πλούτ. 2. 329Ε εὐνὴ Ὀππ., κλπ. ΙΙ. ἡ φιλοτησία, μετὰ τοῦ [[κύλιξ]], [[ποτήριον]] ἀφιερωμένον τῇ φιλίᾳ, [[ποτήριον]] φιλότητος, (ἴδε Ἀθήν. 502C, ἡ μὲν γὰρ φέρεται [[φιλοτήσιος]] Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· πῖνε, κατάκεισο, λάβε τήνδε φιλοτησίαν Ἀριστοφ. Ἀχ. 985, πρβλ. Λυσιστράτ. 203· φ. σοι τήνδ’ ἐγώ... κύλικα προπίομαι Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 24, φιλοτησίαν δὲ τήνδε σοι προπίομαι Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Νεμέᾳ» 1. 9· φιλοτησίαν παρέχειν Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 18· φέρεται [[ὡσαύτως]], φιλοτησίας προπίνειν Δημ. 380, ἐν τέλει, Λουκ. Ἑρμότ. 11, Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12, [[ἔνθα]] τὸ φιλοτησίας δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] πτώσεως ἑν. γενικῆς· ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων φαίνεται ὅτι τό: προπίνειν φιλοτησίαν τινί, σημαίνει τὸ πίνειν εἰς ὑγείαν τινός, οὕτω καὶ ἐν Ἀλέξιδος «Δορκίδι» 3· τῆς φιλοτησίας ἐγὼ μεστὰς [[προπίνω]], ὁ Meineke προτείνει εἰς διόρθωσιν [[τρεῖς]] ἀντὶ τῆς· ― ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, ἡ τοῦ φαρμάκου φ. Θεόπομπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθήν. 85Β.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui concerne l’amour <i>ou</i> les plaisirs de l’amour;<br /><b>2</b> qui concerne l’amitié ; <i>subst.</i> ἡ φιλοτησία ([[πόσις]]) santé que l’on porte à qqn dans un repas.<br />'''Étymologie:''' [[φιλότης]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοτήσιος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Δωρ. φιλοτάσιος <i>[ᾱ]</i>,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[φιλία]] ή [[αγάπη]], αυτός που την προάγει, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ἡ [[φιλοτησία]] ή <i>-ήσιος</i> (με ή [[χωρίς]] [[κύλιξ]]), [[ποτήρι]] αφιερωμένο στη [[φιλία]], [[ποτήρι]] [[φιλίας]], σε Θέογν., Αριστοφ.· <i>φιλοτησίας προπίνειν</i> (όπου <i>φιλοτησίας</i> είναι πιθανόν αιτ. πληθ.), [[πίνω]] στην [[υγεία]] κάποιου, σε Δημ.
|lsmtext='''φῐλοτήσιος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Δωρ. φιλοτάσιος <i>[ᾱ]</i>,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[φιλία]] ή [[αγάπη]], αυτός που την προάγει, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ἡ [[φιλοτησία]] ή <i>-ήσιος</i> (με ή [[χωρίς]] [[κύλιξ]]), [[ποτήρι]] αφιερωμένο στη [[φιλία]], [[ποτήρι]] [[φιλίας]], σε Θέογν., Αριστοφ.· <i>φιλοτησίας προπίνειν</i> (όπου <i>φιλοτησίας</i> είναι πιθανόν αιτ. πληθ.), [[πίνω]] στην [[υγεία]] κάποιου, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοτήσιος:''' дор. [[φιλοτάσιος]] (ᾱ) 3<br /><b class="num">1)</b> дружеский, дружественный ([[δίαιτα]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> любовный (ἔργα Hom.; [[μέλος]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> заздравный ([[κρατήρ]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλοτήσιος, η, ον [from φῐλότης]<br /><b class="num">I.</b> of [[friendship]] or [[love]], promoting it, Od., Soph.<br /><b class="num">II.</b> ἡ [[φιλοτησία]] or -ήσιος (with or without [[κύλιξ]]), the cup [[sacred]] to [[friendship]], the [[loving]]-cup, Theogn., Ar.; φιλοτησίας προπίνειν ([[where]] φιλοτησίας is prob. acc. pl.), to [[drink]] healths, Dem.
|mdlsjtxt=φῐλοτήσιος, η, ον [from φῐλότης]<br /><b class="num">I.</b> of [[friendship]] or [[love]], promoting it, Od., Soph.<br /><b class="num">II.</b> ἡ [[φιλοτησία]] or -ήσιος (with or without [[κύλιξ]]), the cup [[sacred]] to [[friendship]], the [[loving]]-cup, Theogn., Ar.; φιλοτησίας προπίνειν ([[where]] φιλοτησίας is prob. acc. pl.), to [[drink]] healths, Dem.
}}
}}

Latest revision as of 09:47, 5 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοτήσιος Medium diacritics: φιλοτήσιος Low diacritics: φιλοτήσιος Capitals: ΦΙΛΟΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: philotḗsios Transliteration B: philotēsios Transliteration C: filotisios Beta Code: filoth/sios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Thgn.489: Dor. φῐλοτάσιος [ᾱ], ον, S.El.1073 (lyr.):—
A of friendship or of love, promoting friendship, φ. ἔργα Od.11.246; φιλοτήσιος δίαιτα S. l.c.; φιλοτήσιος χορός Ar.Fr.675 (lyr.); τέρψις Phld.Hom. p.25 O.; μέλος Plu.2.329e; εὐνή Opp.C.3.375.
IIφιλοτησία, with or without κύλιξ, the cup sacred to friendship, the loving-cup, ἡ μὲν γὰρ φέρεται φιλοτήσιος Thgn. l. c.; πῖνε, κατάκεισο, λαβὲ τήνδε φιλοτησίαν Ar.Ach.985 (lyr.); κύλιξ φ. Id.Lys.203; φ. σοι τήνδ' ἐγὼ.. κύλικα προπίομαι Alex.291; φιλοτησίαν δὲ τήνδε σοι προπίομαι Theopomp.Com.32.9; φιλοτησίαν παρέχειν Luc.Sat.18: pl., φιλοτησίας προπίνειν D. 19.128, Luc.Herm.11, Gall.12: hence in Alex. 58, τῆς φιλοτησίας ἐγὼ μεστὰς προπίνω, Meineke read τρεῖς for τῆς: jestingly, ἡ τοῦ φαρμάκου φ. Theopomp. Hist. 177.

German (Pape)

[Seite 1287] auch 2 Endgn, Theogn. 489, zur Freundschaft, Liebe gehörig, sie befördernd; φιλοτήσια ἔργα, Werk der Liebe, Liebesgenuß, Beischlaf, Od. 11, 246; φιλοτησίῳ διαίτᾳ Soph. El. 1062; – ἡ φιλοτήσιος, sc. κύλιξ od. κοτύλη, ein der Freundschaft od. Liebe geweihter Becher, Theogn. 489; und ἡ φιλοτησία, sc. πόσις, ein Freundschaftstrunk, eine Gesundheit nach unserer Art, φιλοτησίαν λαβεῖν, eine Gesundheit annehmen, Ar. Ach. 947, vgl. Lys. 203; φιλοτησίας προπίνειν, Gesundheit zutrinken, wie φιλοτησίας als gen von einem ausgelassenen ἕνεκα abhängig erklärt zu werden pflegt, Phryn. in B. A. 70; so auch Dem. 19, 128; φιλοτησίας μελετᾶν Plat. Phaed. 81, wo die v.l. φιλοποσίας; oft bei Luc.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 qui concerne l'amour ou les plaisirs de l'amour;
2 qui concerne l'amitié ; subst. ἡ φιλοτησία (πόσις) santé que l'on porte à qqn dans un repas.
Étymologie: φιλότης.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτήσιος: дор. φιλοτάσιος (ᾱ) 3
1 дружеский, дружественный (δίαιτα Soph.);
2 любовный (ἔργα Hom.; μέλος Plut.);
3 заздравный (κρατήρ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτήσιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Θέογν. 489· Δωρικ. φιλοτάσιος [ᾱ], Σοφ. Ἠλ. 1074· ― ὁ ἀνήκων εἰς τὴν φιλότητα, προάγων, ὑποβοηθῶν αὐτήν, φιλοτήσια ἔργα, σχεδὸν συνών. τῷ ἔργα Ἀφροδίτης, ἐτέλεσσε… φιλοτήσια ἔργα, «ἐρωτικά, τουτέστι τὴν μῖξιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Λ. 246· φιλοτασίῳ διαίτᾳ, ἐν φιλικῷ οἰκογενειακῷ βίῳ, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φ. χορὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 564· οὕτω, φ. μέλος Πλούτ. 2. 329Ε εὐνὴ Ὀππ., κλπ. ΙΙ. ἡ φιλοτησία, μετὰ τοῦ κύλιξ, ποτήριον ἀφιερωμένον τῇ φιλίᾳ, ποτήριον φιλότητος, (ἴδε Ἀθήν. 502C, ἡ μὲν γὰρ φέρεται φιλοτήσιος Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· πῖνε, κατάκεισο, λάβε τήνδε φιλοτησίαν Ἀριστοφ. Ἀχ. 985, πρβλ. Λυσιστράτ. 203· φ. σοι τήνδ’ ἐγώ... κύλικα προπίομαι Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 24, φιλοτησίαν δὲ τήνδε σοι προπίομαι Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Νεμέᾳ» 1. 9· φιλοτησίαν παρέχειν Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 18· φέρεται ὡσαύτως, φιλοτησίας προπίνειν Δημ. 380, ἐν τέλει, Λουκ. Ἑρμότ. 11, Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12, ἔνθα τὸ φιλοτησίας δυνατὸν νὰ εἶναι πτώσεως ἑν. γενικῆς· ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων φαίνεται ὅτι τό: προπίνειν φιλοτησίαν τινί, σημαίνει τὸ πίνειν εἰς ὑγείαν τινός, οὕτω καὶ ἐν Ἀλέξιδος «Δορκίδι» 3· τῆς φιλοτησίας ἐγὼ μεστὰς προπίνω, ὁ Meineke προτείνει εἰς διόρθωσιν τρεῖς ἀντὶ τῆς· ― ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, ἡ τοῦ φαρμάκου φ. Θεόπομπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθήν. 85Β.

English (Autenrieth)

of love, Od. 11.246†.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ, θηλ. και -ος, και φιλητήσιος, -ία, -ον, και δωρ. τ. φιλοτάσιος, -ον, Α
1. αυτός που γίνεται από φιλία, από αγάπη
2. αυτός που προκαλεί, που δημιουργεί φιλία
3. (κατ' επέκτ.) ευάρεστος, προσφιλής («φιλοτήσιον βρῶμα συσκευάζομεν», Ευστ.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. βλ. φιλοτησία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοτήσιον
ομάδα εταίρων που μετείχαν σε συμπόσιο ανδρών
3. φρ. α) «φιλοτήσια ἔργα» — συνουσία (Ησύχ.)
β) «φιλοτήσιος χορός» — ομάδα εταίρων (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλότης, -ητος + κατάλ. -ιος με συριστικοποίηση του -τ- πριν από το -ι-].

Greek Monotonic

φῐλοτήσιος: -α, -ον και -ος, -ον, Δωρ. φιλοτάσιος [ᾱ],
I. λέγεται για φιλία ή αγάπη, αυτός που την προάγει, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
II.φιλοτησία ή -ήσιος (με ή χωρίς κύλιξ), ποτήρι αφιερωμένο στη φιλία, ποτήρι φιλίας, σε Θέογν., Αριστοφ.· φιλοτησίας προπίνειν (όπου φιλοτησίας είναι πιθανόν αιτ. πληθ.), πίνω στην υγεία κάποιου, σε Δημ.

Middle Liddell

φῐλοτήσιος, η, ον [from φῐλότης]
I. of friendship or love, promoting it, Od., Soph.
II.φιλοτησία or -ήσιος (with or without κύλιξ), the cup sacred to friendship, the loving-cup, Theogn., Ar.; φιλοτησίας προπίνειν (where φιλοτησίας is prob. acc. pl.), to drink healths, Dem.