προκατασκευή: Difference between revisions
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
m (LSJ1 replacement) |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prokataskevi | |Transliteration C=prokataskevi | ||
|Beta Code=prokataskeuh/ | |Beta Code=prokataskeuh/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[preparatory training]], περὶ τοὺς ῥυθμούς Plb.9.20.7; [[preparation]], [[στρατηγήματος]] [[varia lectio|v.l.]] in J.''BJ''2.21.3.<br><span class="bld">2</span> [[preface]], [[introduction]], Plb.1.3.10, 1.13.7, etc.<br><span class="bld">3</span> Rhet., [[preliminary expose]] of the main points in an argument, Hermog.''Inv.''3.1, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0729.png Seite 729]] ἡ, Vorbereitung, Pol. 1, 13, 7 u. oft; u. bes. Rhett., wie Hermog. de invent. 3, 2, προεκτίθεσθαι τὰ κεφάλαια. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0729.png Seite 729]] ἡ, Vorbereitung, Pol. 1, 13, 7 u. oft; u. bes. Rhett., wie Hermog. de invent. 3, 2, προεκτίθεσθαι τὰ κεφάλαια. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[préparatif]];<br /><b>2</b> <i>t. de rhét.</i> [[exposition d'un sujet]], [[préambule]].<br />'''Étymologie:''' [[προκατασκευάζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκατασκευή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[приготовление]], [[подготовка]] (περί τινος Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[введение]], [[вступление]]: ἡ π. τῶν μελλουσῶν ὑφ᾽ [[ἡμῶν]] ἱστορεῖσθαι πράξεων Polyb. введение в задуманную нами историю последующих событий. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκατασκευή''': ἡ, προτέρα [[ἑτοιμασία]], Πολύβ. 9. 20, 7, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3· ― [[πρόλογος]], [[εἰσαγωγή]], Πολύβ. 1. 3, 10., 1. 13, 7, κτλ. | |lstext='''προκατασκευή''': ἡ, προτέρα [[ἑτοιμασία]], Πολύβ. 9. 20, 7, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3· ― [[πρόλογος]], [[εἰσαγωγή]], Πολύβ. 1. 3, 10., 1. 13, 7, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προκατασκευή:''' ἡ, [[προετοιμασία]], [[πρόλογος]], [[εισαγωγή]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''προκατασκευή:''' ἡ, [[προετοιμασία]], [[πρόλογος]], [[εισαγωγή]], σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προ-[[κατασκευή]], ἡ,<br />[[previous]] [[preparation]], a [[preface]], [[introduction]], Polyb. | |mdlsjtxt=προ-[[κατασκευή]], ἡ,<br />[[previous]] [[preparation]], a [[preface]], [[introduction]], Polyb. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A preparatory training, περὶ τοὺς ῥυθμούς Plb.9.20.7; preparation, στρατηγήματος v.l. in J.BJ2.21.3.
2 preface, introduction, Plb.1.3.10, 1.13.7, etc.
3 Rhet., preliminary expose of the main points in an argument, Hermog.Inv.3.1, al.
German (Pape)
[Seite 729] ἡ, Vorbereitung, Pol. 1, 13, 7 u. oft; u. bes. Rhett., wie Hermog. de invent. 3, 2, προεκτίθεσθαι τὰ κεφάλαια.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 préparatif;
2 t. de rhét. exposition d'un sujet, préambule.
Étymologie: προκατασκευάζω.
Russian (Dvoretsky)
προκατασκευή: ἡ
1 приготовление, подготовка (περί τινος Polyb.);
2 введение, вступление: ἡ π. τῶν μελλουσῶν ὑφ᾽ ἡμῶν ἱστορεῖσθαι πράξεων Polyb. введение в задуманную нами историю последующих событий.
Greek (Liddell-Scott)
προκατασκευή: ἡ, προτέρα ἑτοιμασία, Πολύβ. 9. 20, 7, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3· ― πρόλογος, εἰσαγωγή, Πολύβ. 1. 3, 10., 1. 13, 7, κτλ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
οικοδομική τεχνική που συνίσταται στην εκτέλεση κατασκευών, κυρίως κτηρίων και γεφυρών, από μέλη-στοιχεία προκατασκευασμένα αλλού ή και στον χώρο του εργοταξίου, όπως είναι λ.χ. τα δάπεδα, οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι μαζί με τα κουφώματα τών παραθύρων και τις θύρες, τα ζευκτά οροφής, τα κλιμακοστάσια κ.ά., τα οποία στη συνέχεια μεταφέρονται και συναρμολογούνται στον χώρο ανέγερσης ως ενιαίο σύνολο, διαδικασία που όταν πρόκειται για μικρές μονάδες, λ.χ. μικρά εξοχικά σπίτια, μπορεί να γίνει εξ υπαρχής και να ακολουθήσει η μεταφορά
αρχ.
1. προπαρασκευαστική άσκηση, προγύμναση («προκατασκευή περὶ τοὺς ῥυθμούς», Πολ.)
2. προπαρασκευή, προετοιμασία, κατάστρωση («προκατασκευή στρατηγήματος», Ιωσ.)
3. πρόλογος, προοίμιο, εισαγωγή
4. (ρητ.) προοιμιακή έκθεση τών σημείων για τα οποία θα μιλήσει ο ρήτορας.
Greek Monotonic
προκατασκευή: ἡ, προετοιμασία, πρόλογος, εισαγωγή, σε Πολύβ.
Middle Liddell
προ-κατασκευή, ἡ,
previous preparation, a preface, introduction, Polyb.