νοθεύω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=notheyo
|Transliteration C=notheyo
|Beta Code=noqeu/w
|Beta Code=noqeu/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[corrupt]], γυναῖκα Zeno Stoic.1.58; συνοικοῦσαν ἄλλῳ <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>4.8.23</span>; γάμον τινός <span class="bibl">Ph.2.48</span>; ἕτερος ἕτερον νοθεύων ὀδυνᾷ <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>14.24</span>: metaph., ν. τὴν ἐπιστήμην λόγοις κεκαλλωπισμένοις <span class="bibl">Vett.Val.238.22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[adulterate]], <span class="bibl">Max.Tyr.37.4</span>:— Pass., νενοθευμένος τῇ ὕλῃ διὰ τὸ σωματικόν Plu.2.373b; νοθευθῆναι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Deor.Conc.</span>7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Medic., <b class="b3">[πυρετὸς] ὅστις ἂν [τὸ εἶδος] νοθεύσῃ</b> [[departs from the normal]] type, Gal.7.339; of persons, ν. τὰ τοῦ μέτρου τῶν γυμνασίων γνωρίσματα Id.6.130, cf. 10.601 (Pass.). </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[consider spurious]], <b class="b3">τὸ Ἴλιον αἰπύ ν. Ἀρίσταρχος</b> St.Byz.s.v. [[Ἴλιον]]:— Pass., <span class="bibl">D.L.2.124</span>, <span class="bibl">Marcellin.<span class="title">Vit. Thuc.</span>43</span>, etc.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[corrupt]], γυναῖκα Zeno Stoic.1.58; συνοικοῦσαν ἄλλῳ J.''AJ''4.8.23; γάμον τινός Ph.2.48; ἕτερος ἕτερον νοθεύων ὀδυνᾷ [[LXX]] ''Wi.''14.24: metaph., ν. τὴν ἐπιστήμην λόγοις κεκαλλωπισμένοις Vett.Val.238.22.<br><span class="bld">2</span> [[adulterate]], Max.Tyr.37.4:—Pass., νενοθευμένος τῇ ὕλῃ διὰ τὸ σωματικόν Plu.2.373b; νοθευθῆναι Luc.''Deor.Conc.''7.<br><span class="bld">II</span> Medic., [πυρετὸς] ὅστις ἂν [τὸ εἶδος] νοθεύσῃ [[departs from the normal]] type, Gal.7.339; of persons, ν. τὰ τοῦ μέτρου τῶν γυμνασίων γνωρίσματα Id.6.130, cf. 10.601 (Pass.).<br><span class="bld">III</span> [[consider spurious]], <b class="b3">τὸ Ἴλιον αἰπύ ν. Ἀρίσταρχος</b> St.Byz.s.v. [[Ἴλιον]]:—Pass., D.L.2.124, Marcellin.''Vit. Thuc.''43, etc.
}}
{{bailly
|btext=abâtardir ; corrompre, altérer.<br />'''Étymologie:''' [[νόθος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unecht]] [[machen]], [[verfälschen]], [[unterschieben]]</i>, Sp., wie Synes. – Oft im pass., <i>für [[unecht]] [[erklärt]], [[gehalten]] [[werden]]</i>, bes. von Schriftwerken.
}}
{{elru
|elrutext='''νοθεύω:''' [[делать ненастоящим]], [[фальсифицировать]], [[портить]] (νενοθευμένος διά τι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νοθεύω''': ὡς καὶ νῦν, παραποιῶ, Συνέσ. κλ.· - Παθ. νενοθευμένος Πλούτ. 2. 373Β· νοθευθῆναι Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 7. ΙΙ. θεωρῶ τι νόθον, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 576a. 38 Brandis· - Παθ., Διογ. Λ. 2. 124, Μαρκελλίνου [[βίος]] Θουκυδ. 65, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «νοθεύει· ἀπαλλοτριοῖ. ἀπατᾷ. κολακεύει».
|lstext='''νοθεύω''': ὡς καὶ νῦν, παραποιῶ, Συνέσ. κλ.· - Παθ. νενοθευμένος Πλούτ. 2. 373Β· νοθευθῆναι Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 7. ΙΙ. θεωρῶ τι νόθον, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 576a. 38 Brandis· - Παθ., Διογ. Λ. 2. 124, Μαρκελλίνου [[βίος]] Θουκυδ. 65, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «νοθεύει· ἀπαλλοτριοῖ. ἀπατᾷ. κολακεύει».
}}
{{bailly
|btext=abâtardir ; corrompre, altérer.<br />'''Étymologie:''' [[νόθος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νοθεύω]]) [[νόθος]]<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]] [[νοθεία]], [[καταστρέφω]] τη [[γνησιότητα]], [[κιβδηλεύω]], [[παραποιώ]] («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) [[αλλοιώνω]] τη [[σύσταση]] προσθέτοντας [[ξένη]] [[ουσία]] για [[εξαπάτηση]]<br />και [[κερδοσκοπία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δελεάζω]], [[πλανεύω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>νοθευμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[μοιχός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με [[βιβλίο]], [[λέξη]], ή στίχο) [[θεωρώ]] νόθο, μη γνήσιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[γυναίκα]]) [[παραπλανώ]], [[παρασύρω]] στην [[ανηθικότητα]]<br /><b>2.</b> (για έγγαμο) [[μοιχεύω]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[απομακρύνω]] [[κάτι]] από τον συνηθισμένο τύπο του, από τη [[μορφή]] που έχει σε φυσιολογική [[κατάσταση]] («[πυρετὸς] [[ὅστις]] ἂν τὸ [[εἶδος]] νοθεύσῃ», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νοθεύει<br />άπαλλοτριεῑ, ἀπατᾱ, κολακεύει».
|mltxt=(ΑΜ [[νοθεύω]]) [[νόθος]]<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]] [[νοθεία]], [[καταστρέφω]] τη [[γνησιότητα]], [[κιβδηλεύω]], [[παραποιώ]] («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) [[αλλοιώνω]] τη [[σύσταση]] προσθέτοντας [[ξένη]] [[ουσία]] για [[εξαπάτηση]]<br />και [[κερδοσκοπία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δελεάζω]], [[πλανεύω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>νοθευμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[μοιχός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με [[βιβλίο]], [[λέξη]], ή στίχο) [[θεωρώ]] νόθο, μη γνήσιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[γυναίκα]]) [[παραπλανώ]], [[παρασύρω]] στην [[ανηθικότητα]]<br /><b>2.</b> (για έγγαμο) [[μοιχεύω]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[απομακρύνω]] [[κάτι]] από τον συνηθισμένο τύπο του, από τη [[μορφή]] που έχει σε φυσιολογική [[κατάσταση]] («[πυρετὸς] [[ὅστις]] ἂν τὸ [[εἶδος]] νοθεύσῃ», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νοθεύει<br />άπαλλοτριεῖ, ἀπατᾱ, κολακεύει».
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νοθεύω:''' [[παραποιώ]], [[νοθεύω]]· Παθ., απαρ. αορ. αʹ <i>νοθευθῆναι</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''νοθεύω:''' [[παραποιώ]], [[νοθεύω]]· Παθ., απαρ. αορ. αʹ <i>νοθευθῆναι</i>, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''νοθεύω:''' [[делать ненастоящим]], [[фальсифицировать]], [[портить]] (νενοθευμένος διά τι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νοθεύω]],<br />to [[adulterate]]: Pass., aor1 inf. νοθευθῆναι Luc.
|mdlsjtxt=[[νοθεύω]],<br />to [[adulterate]]: Pass., aor1 inf. νοθευθῆναι Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοθεύω Medium diacritics: νοθεύω Low diacritics: νοθεύω Capitals: ΝΟΘΕΥΩ
Transliteration A: notheúō Transliteration B: notheuō Transliteration C: notheyo Beta Code: noqeu/w

English (LSJ)

A corrupt, γυναῖκα Zeno Stoic.1.58; συνοικοῦσαν ἄλλῳ J.AJ4.8.23; γάμον τινός Ph.2.48; ἕτερος ἕτερον νοθεύων ὀδυνᾷ LXX Wi.14.24: metaph., ν. τὴν ἐπιστήμην λόγοις κεκαλλωπισμένοις Vett.Val.238.22.
2 adulterate, Max.Tyr.37.4:—Pass., νενοθευμένος τῇ ὕλῃ διὰ τὸ σωματικόν Plu.2.373b; νοθευθῆναι Luc.Deor.Conc.7.
II Medic., [πυρετὸς] ὅστις ἂν [τὸ εἶδος] νοθεύσῃ departs from the normal type, Gal.7.339; of persons, ν. τὰ τοῦ μέτρου τῶν γυμνασίων γνωρίσματα Id.6.130, cf. 10.601 (Pass.).
III consider spurious, τὸ Ἴλιον αἰπύ ν. Ἀρίσταρχος St.Byz.s.v. Ἴλιον:—Pass., D.L.2.124, Marcellin.Vit. Thuc.43, etc.

French (Bailly abrégé)

abâtardir ; corrompre, altérer.
Étymologie: νόθος.

German (Pape)

unecht machen, verfälschen, unterschieben, Sp., wie Synes. – Oft im pass., für unecht erklärt, gehalten werden, bes. von Schriftwerken.

Russian (Dvoretsky)

νοθεύω: делать ненастоящим, фальсифицировать, портить (νενοθευμένος διά τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νοθεύω: ὡς καὶ νῦν, παραποιῶ, Συνέσ. κλ.· - Παθ. νενοθευμένος Πλούτ. 2. 373Β· νοθευθῆναι Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 7. ΙΙ. θεωρῶ τι νόθον, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 576a. 38 Brandis· - Παθ., Διογ. Λ. 2. 124, Μαρκελλίνου βίος Θουκυδ. 65, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «νοθεύει· ἀπαλλοτριοῖ. ἀπατᾷ. κολακεύει».

Greek Monolingual

(ΑΜ νοθεύω) νόθος
1. ενεργώ νοθεία, καταστρέφω τη γνησιότητα, κιβδηλεύω, παραποιώ («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) αλλοιώνω τη σύσταση προσθέτοντας ξένη ουσία για εξαπάτηση
και κερδοσκοπία
μσν.
1. δελεάζω, πλανεύω
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νοθευμένος, -η, -ον
μοιχός
μσν.-αρχ.
(σχετικά με βιβλίο, λέξη, ή στίχο) θεωρώ νόθο, μη γνήσιο
αρχ.
1. (σχετικά με γυναίκα) παραπλανώ, παρασύρω στην ανηθικότητα
2. (για έγγαμο) μοιχεύω
3. ιατρ. απομακρύνω κάτι από τον συνηθισμένο τύπο του, από τη μορφή που έχει σε φυσιολογική κατάσταση («[πυρετὸς] ὅστις ἂν τὸ εἶδος νοθεύσῃ», Γαλ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «νοθεύει
άπαλλοτριεῖ, ἀπατᾱ, κολακεύει».

Greek Monotonic

νοθεύω: παραποιώ, νοθεύω· Παθ., απαρ. αορ. αʹ νοθευθῆναι, σε Λουκ.

Middle Liddell

νοθεύω,
to adulterate: Pass., aor1 inf. νοθευθῆναι Luc.