παραφθείρω: Difference between revisions
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
m (LSJ1 replacement) |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paraftheiro | |Transliteration C=paraftheiro | ||
|Beta Code=parafqei/rw | |Beta Code=parafqei/rw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[destroy]], [[corrupt]], [[spoil]], τὴν ἀρχαίαν μουσικήν Artemo 11; τὸν λόγον A.D.''Synt.''82.20; τὴν ἀγορὰν τῶν ὠνίων ''SIG''799.22 (Cyzicus, i A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[debase]], [[νόμισμα]], [[φιλοσοφίαν]], Philostr.''VA''2.29.<br><span class="bld">3</span> [[alter]], [[corrupt]], <b class="b3">τὴν ἄρχουσαν</b> (''[[sc.]]'' [[συλλαβήν]]) St.Byz.s.v. [[Μέγαρα]], cf. Eust.1532.1.<br><span class="bld">4</span> [[lose]], τὸ ε A.D.''Synt.''134.8; <b class="b3">τὴν εὐθεῖαν</b> [[lose]] its nominative force (of [[τύ]]), ib.15.13.<br><span class="bld">II</span> Pass., with pf. [[παρέφθορα]]: aor. 2 [[παρεφθάρην]]:—to [[be destroyed]] or [[spoilt]], οἱ παρεφθαρμένοι στάχυες Ph.2.57; τῆς γῆς παρεφθορυίας Philostr. ''Her.''10.4; παρεφθορὸς ὕδωρ Id.''Im.''2.5; <b class="b3">παρεφθορὼς τὸ λογιστικόν</b> [[demented]], A.D. ''Synt.''292.4; of character, ὑπό τινος -εφθορέναι Philostr.''VS''1.16.2.<br><span class="bld">2</span> to [[be lost]], αἱ φωναὶ παραφθαρεῖσαι A.D.''Adv.''164.26 (but <b class="b3">παραφθαρεὶς τὴν φωνήν</b> [[having lost]] one's voice, Plu.2.848b).<br><span class="bld">3</span> [[become obsolete]], τὰ τῆστοιαύτης χρήσεως παρεφθάρη A.D.''Synt.''139.25; <b class="b3">περὶ παρεφθορυίας λέξεως</b>, title of work by Didymus, Ath.9.368b; [[fall into desuetude]], νόμος ἄρτι παρεφθάρη Lyd. ''Mag.''2.15. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0506.png Seite 506]] (s. [[φθείρω]]), leicht od. obenhin verderben, verfälschen, Jac. Philostr. Imagg. p. 426; παρεφθορυῖα [[λέξις]], Ath. IX, 368 b, u. öfter bei Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0506.png Seite 506]] (s. [[φθείρω]]), leicht od. obenhin verderben, verfälschen, Jac. Philostr. Imagg. p. 426; παρεφθορυῖα [[λέξις]], Ath. IX, 368 b, u. öfter bei Gramm. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf.</i> παρέφθορα;<br /><i>Pass. ao.2</i> παρεφθάρην;<br />corrompre légèrement <i>ou</i> en partie : παραφθαρεὶς τὴν φώνην PLUT qui a une altération de la voix, qui balbutie.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φθείρω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραφθείρω:''' [[несколько портить]], [[повреждать]], [[расстраивать]]: παραφθαρεὶς τὴν φωνήν Plut. потеряв голос. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραφθείρω''': [[φθείρω]] ἐν μέρει, [[φθείρω]] κἄπως, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 139, Τζέτζ. ΙΙ. Παθ., μετὰ πρκμ. παρέφθορα, ἐν μέρει φθείρομαι, καταστρέφομαι, παρεφθορυῖα γῆ Φιλόστρ. 711· π. [[ὕδωρ]] ὁ αὐτ. 815· παραφθαρεὶς τὴν φωνήν, ὁ ἀπολέσας τὴν φωνήν του, Πλούτ. 2. 848Β· παρεφθορότος τοῦ λογιστικοῦ [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 288· ἐπὶ χαρακτῆρος, Φιλόστρ. 501· ὁ Δίδυμος ἔγραψε ἐπὶ παρεφθορυίας λέξεως. | |lstext='''παραφθείρω''': [[φθείρω]] ἐν μέρει, [[φθείρω]] κἄπως, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 139, Τζέτζ. ΙΙ. Παθ., μετὰ πρκμ. παρέφθορα, ἐν μέρει φθείρομαι, καταστρέφομαι, παρεφθορυῖα γῆ Φιλόστρ. 711· π. [[ὕδωρ]] ὁ αὐτ. 815· παραφθαρεὶς τὴν φωνήν, ὁ ἀπολέσας τὴν φωνήν του, Πλούτ. 2. 848Β· παρεφθορότος τοῦ λογιστικοῦ [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 288· ἐπὶ χαρακτῆρος, Φιλόστρ. 501· ὁ Δίδυμος ἔγραψε ἐπὶ παρεφθορυίας λέξεως. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[φθείρω]], [[νοθεύω]] [[κάπως]], [[αλλοιώνω]] [[κατά]] τι, [[ιδίως]] [[προς]] το χειρότερο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>παραφθείρομαι</i><br />[[πέφτω]] σε [[αχρησία]] («[[νόμος]] [[ἄρτι]] παρεφθάρη» Ιω. Λυδ.)<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[διαφθείρω]] τη [[συνείδηση]] κάποιου με διάφορα [[μέσα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> φθείρομαι [[κάπως]], καταστρέφομαι εν μέρει, αφανίζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> (για χαρακτήρα) διαφθείρομαι<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[χάνω]] [[κάτι]] («παραφθαρεις τήν φωνήν» (<b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενεργ. και παθ.) α) [[χάνομαι]], έχω χαθεί<br />β) [[γίνομαι]] [[άχρηστος]], [[πέφτω]] σε [[αχρηστία]]<br /><b>4.</b> [[αποβάλλω]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[εξευτελίζω]], [[υποβιβάζω]] («παραφθείρειν φιλοσοφίαν», Φιλόστρ.). | |mltxt=ΝΜΑ<br />[[φθείρω]], [[νοθεύω]] [[κάπως]], [[αλλοιώνω]] [[κατά]] τι, [[ιδίως]] [[προς]] το χειρότερο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>παραφθείρομαι</i><br />[[πέφτω]] σε [[αχρησία]] («[[νόμος]] [[ἄρτι]] παρεφθάρη» Ιω. Λυδ.)<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[διαφθείρω]] τη [[συνείδηση]] κάποιου με διάφορα [[μέσα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> φθείρομαι [[κάπως]], καταστρέφομαι εν μέρει, αφανίζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> (για χαρακτήρα) διαφθείρομαι<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[χάνω]] [[κάτι]] («παραφθαρεις τήν φωνήν» (<b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενεργ. και παθ.) α) [[χάνομαι]], έχω χαθεί<br />β) [[γίνομαι]] [[άχρηστος]], [[πέφτω]] σε [[αχρηστία]]<br /><b>4.</b> [[αποβάλλω]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[εξευτελίζω]], [[υποβιβάζω]] («παραφθείρειν φιλοσοφίαν», Φιλόστρ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:08, 25 August 2023
English (LSJ)
A destroy, corrupt, spoil, τὴν ἀρχαίαν μουσικήν Artemo 11; τὸν λόγον A.D.Synt.82.20; τὴν ἀγορὰν τῶν ὠνίων SIG799.22 (Cyzicus, i A.D.).
2 debase, νόμισμα, φιλοσοφίαν, Philostr.VA2.29.
3 alter, corrupt, τὴν ἄρχουσαν (sc. συλλαβήν) St.Byz.s.v. Μέγαρα, cf. Eust.1532.1.
4 lose, τὸ ε A.D.Synt.134.8; τὴν εὐθεῖαν lose its nominative force (of τύ), ib.15.13.
II Pass., with pf. παρέφθορα: aor. 2 παρεφθάρην:—to be destroyed or spoilt, οἱ παρεφθαρμένοι στάχυες Ph.2.57; τῆς γῆς παρεφθορυίας Philostr. Her.10.4; παρεφθορὸς ὕδωρ Id.Im.2.5; παρεφθορὼς τὸ λογιστικόν demented, A.D. Synt.292.4; of character, ὑπό τινος -εφθορέναι Philostr.VS1.16.2.
2 to be lost, αἱ φωναὶ παραφθαρεῖσαι A.D.Adv.164.26 (but παραφθαρεὶς τὴν φωνήν having lost one's voice, Plu.2.848b).
3 become obsolete, τὰ τῆστοιαύτης χρήσεως παρεφθάρη A.D.Synt.139.25; περὶ παρεφθορυίας λέξεως, title of work by Didymus, Ath.9.368b; fall into desuetude, νόμος ἄρτι παρεφθάρη Lyd. Mag.2.15.
German (Pape)
[Seite 506] (s. φθείρω), leicht od. obenhin verderben, verfälschen, Jac. Philostr. Imagg. p. 426; παρεφθορυῖα λέξις, Ath. IX, 368 b, u. öfter bei Gramm.
French (Bailly abrégé)
pf. παρέφθορα;
Pass. ao.2 παρεφθάρην;
corrompre légèrement ou en partie : παραφθαρεὶς τὴν φώνην PLUT qui a une altération de la voix, qui balbutie.
Étymologie: παρά, φθείρω.
Russian (Dvoretsky)
παραφθείρω: несколько портить, повреждать, расстраивать: παραφθαρεὶς τὴν φωνήν Plut. потеряв голос.
Greek (Liddell-Scott)
παραφθείρω: φθείρω ἐν μέρει, φθείρω κἄπως, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 139, Τζέτζ. ΙΙ. Παθ., μετὰ πρκμ. παρέφθορα, ἐν μέρει φθείρομαι, καταστρέφομαι, παρεφθορυῖα γῆ Φιλόστρ. 711· π. ὕδωρ ὁ αὐτ. 815· παραφθαρεὶς τὴν φωνήν, ὁ ἀπολέσας τὴν φωνήν του, Πλούτ. 2. 848Β· παρεφθορότος τοῦ λογιστικοῦ Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 288· ἐπὶ χαρακτῆρος, Φιλόστρ. 501· ὁ Δίδυμος ἔγραψε ἐπὶ παρεφθορυίας λέξεως.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
φθείρω, νοθεύω κάπως, αλλοιώνω κατά τι, ιδίως προς το χειρότερο
μσν.
1. παθ. παραφθείρομαι
πέφτω σε αχρησία («νόμος ἄρτι παρεφθάρη» Ιω. Λυδ.)
2. αλλάζω, μεταβάλλω
3. μτφ. διαφθείρω τη συνείδηση κάποιου με διάφορα μέσα
μσν.-αρχ.
παθ. φθείρομαι κάπως, καταστρέφομαι εν μέρει, αφανίζομαι
αρχ.
1. παθ. (για χαρακτήρα) διαφθείρομαι
2. μέσ. χάνω κάτι («παραφθαρεις τήν φωνήν» (Πλούτ.)
3. (ενεργ. και παθ.) α) χάνομαι, έχω χαθεί
β) γίνομαι άχρηστος, πέφτω σε αχρηστία
4. αποβάλλω κάτι
5. εξευτελίζω, υποβιβάζω («παραφθείρειν φιλοσοφίαν», Φιλόστρ.).