ὑδραγωγός: Difference between revisions
mNo edit summary |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ydragogos | |Transliteration C=ydragogos | ||
|Beta Code=u(dragwgo/s | |Beta Code=u(dragwgo/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑδραγωγόν,<br><span class="bld">A</span> [[bringing water]], [[σείριος]] Plu.2.365f; ὑ. ἐν συνόδῳ ἡ σελήνη Porph. ap. Eus.''PE''3.12: [[ὑδραγωγὰ φάρμακα]] = [[purgative]]s [[producing watery motions]], Gal.11.325.<br><span class="bld">II</span> Subst. ὑδραγωγός, ὁ, [[water-carrier]], Artem.4.74, ''JHS''24.195 (Greek text of ''Edict.Diocl.''7.31, where [[aquarius]]).<br><span class="bld">2</span> [[maker of aqueducts]] or [[manager of aqueducts]], Plu.2.914b; [[digger of a channel]], Man.1.84.<br><span class="bld">b</span> [[aqueduct]] or [[irrigation]] [[channel]], with or without [[irrigation]]-[[machinery]], [[LXX]] ''4 Ki.''18.17, ''Si.''24.30, ''PCair.Zen.''268.36 (iii B. C.), ''PMich.Zen.''45.23 (iii B. C.), ''PTeb.''50.8, al. (ii B. C.), Wilcken ''Chr.''461.21 (iii A. D.), etc.; <b class="b3">ὑδραγωγὸς δαψιλής</b> a [[copious]] [[watercourse]], 1''Enoch''28.3.<br><span class="bld">3</span> [[one who drinks much water]], [[dropsical person]], Hp.''Epid.''7.122.<br><span class="bld">4</span> a [[plant]], = [[νυμφαία]], Apul.''Herb.''68. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1173.png Seite 1173]] Wasser führend, leitend, Plut. qu. nat. 9, ὁ [[ὑδραγωγός]], der über Wasserleitungen die Aufsicht hat od. über sie schreibt; τὸ ὑδραγωγόν, die Wasserleitung, LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1173.png Seite 1173]] Wasser führend, leitend, Plut. qu. nat. 9, ὁ [[ὑδραγωγός]], der über Wasserleitungen die Aufsicht hat od. über sie schreibt; τὸ ὑδραγωγόν, die Wasserleitung, LXX. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui conduit <i>ou</i> amène l'eau ; ὁ [[ὑδραγωγός]] inspecteur des aqueducs.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[ἄγω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑδρᾰγωγός:'''<br /><b class="num">I</b> 2 [[приводящий воду]] (ὁ [[σείριος]] Ἴσιδος [[ἀστήρ]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[гидрагог]], [[специалист по водоснабжению]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδρᾰγωγός''': -όν, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[σείριος]] Πλούτ. 2. 366Α· ὑδ. [[τόπος]], [[πλήρης]] ὕδατος, Ὡραπόλλ.· - ὑδρ. φάρμακα, διουρητικά, Γαλην. 10. 463. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὑδρ., ὁ, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[ὑδροφόρος]], Ἀρτεμίδ. 4. 74, Μανέθων 1. 84. 2) ὁ κατασκευάζων ἢ διευθύνων ὑδραγωγεῖα, Λατ. aquilex. Πλούτ. 2. 914Β. β) [[ὑδραγωγεῖον]], Ἑβδ. (Βασ. Δ΄ ιη΄ 17, Σειρὰχ κδ΄ 30). 3) παρ’ Ἱππ. ὁ πίνων πολὺ ὕδων, [[ἄνθρωπος]] [[ὑδρωπικός]], 1240C. | |lstext='''ὑδρᾰγωγός''': -όν, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[σείριος]] Πλούτ. 2. 366Α· ὑδ. [[τόπος]], [[πλήρης]] ὕδατος, Ὡραπόλλ.· - ὑδρ. φάρμακα, διουρητικά, Γαλην. 10. 463. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὑδρ., ὁ, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[ὑδροφόρος]], Ἀρτεμίδ. 4. 74, Μανέθων 1. 84. 2) ὁ κατασκευάζων ἢ διευθύνων ὑδραγωγεῖα, Λατ. aquilex. Πλούτ. 2. 914Β. β) [[ὑδραγωγεῖον]], Ἑβδ. (Βασ. Δ΄ ιη΄ 17, Σειρὰχ κδ΄ 30). 3) παρ’ Ἱππ. ὁ πίνων πολὺ ὕδων, [[ἄνθρωπος]] [[ὑδρωπικός]], 1240C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο, / [[ὑδραγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που μεταφέρει το [[νερό]] (α. «[[υδραγωγός]] [[σωλήνας]]» — ο [[υδροσωλήνας]]<br />β. «υδραγωγὸς [[σείριος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φαρμ.) αυτός που προκαλεί [[έκχυση]] εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υδραγωγός]]<br />α) <b>τεχνολ.</b> [[αγωγός]] με τον οποίο μεταφέρεται το πόσιμο [[νερό]] από το [[υδραγωγείο]] στον [[τόπο]] διανομής και κατανάλωσης<br />β) <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] ορισμένων πόρων, οστών ή μαλακών μορίων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υδραγωγός]] του Σύλβιους» ή «συλουίειος [[υδραγωγός]]»<br /><b>ανατ.</b><br />[[πόρος]] μέσω του οποίου επικοινωνεί η [[τρίτη]] με την τέταρτη [[κοιλία]] του εγκεφάλου και διά μέσου του οποίου κυκλοφορεί εγκεφαλονωτιαίο [[υγρό]]<br />β) «[[υδραγωγός]] του κοχλία»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον περιλεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br />γ) «[[υδραγωγός]] της αίθουσας»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον ενδολεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[άτομο]] που μεταφέρει [[νερό]], [[υδροφόρος]]<br />β) [[υδραγωγείο]]<br />γ) [[κατασκευαστής]] ή [[διευθυντής]] υδραγωγείων<br />δ) αυτός που καταναλώνει [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] νερού<br />ε) διουρητικό [[φάρμακο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]]. | |mltxt=-ο, / [[ὑδραγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που μεταφέρει το [[νερό]] (α. «[[υδραγωγός]] [[σωλήνας]]» — ο [[υδροσωλήνας]]<br />β. «υδραγωγὸς [[σείριος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φαρμ.) αυτός που προκαλεί [[έκχυση]] εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υδραγωγός]]<br />α) <b>τεχνολ.</b> [[αγωγός]] με τον οποίο μεταφέρεται το πόσιμο [[νερό]] από το [[υδραγωγείο]] στον [[τόπο]] διανομής και κατανάλωσης<br />β) <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] ορισμένων πόρων, οστών ή μαλακών μορίων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υδραγωγός]] του Σύλβιους» ή «συλουίειος [[υδραγωγός]]»<br /><b>ανατ.</b><br />[[πόρος]] μέσω του οποίου επικοινωνεί η [[τρίτη]] με την τέταρτη [[κοιλία]] του εγκεφάλου και διά μέσου του οποίου κυκλοφορεί εγκεφαλονωτιαίο [[υγρό]]<br />β) «[[υδραγωγός]] του κοχλία»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον περιλεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br />γ) «[[υδραγωγός]] της αίθουσας»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον ενδολεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[άτομο]] που μεταφέρει [[νερό]], [[υδροφόρος]]<br />β) [[υδραγωγείο]]<br />γ) [[κατασκευαστής]] ή [[διευθυντής]] υδραγωγείων<br />δ) αυτός που καταναλώνει [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] νερού<br />ε) διουρητικό [[φάρμακο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[watercourse]]=== | ||
Bulgarian: течение; Chinese Mandarin: [[水道]], [[河道]], [[水路]]; Danish: løb; Dutch: [[waterloop]], [[loop]]; Finnish: uoma; French: [[cours d'eau]], [[cours]]; Galician: canle; Georgian: წყალსადინარი, წყალსადენი არხი; German: [[Wasserlauf]], [[Flußlauf]], [[Lauf]]; Greek: [[υδρορροή]]; Ancient Greek: [[κρουνός]], [[ὑδραγωγός]], [[ὑδρορρόα]], [[ὑδρορρόη]], [[ὑδρόρροια]], [[χύτλον]]; Hungarian: folyómeder, folyás, vízfolyás, folyóvíz; Italian: [[corso d'acqua]], [[corso]]; Japanese: 水路; Korean: 수로; Luxembourgish: Waasserlaf; Macedonian: тек, водотек, течење; Malayalam: ചാൽ; Manx: stroo; Maori: koawa; Middle English: cours; Norwegian Bokmål: vannløp, løp; Polish: koryto, bieg; Portuguese: [[igarapé]], [[curso de água]], [[curso d'água]], [[curso]]; Russian: [[русло]]; Spanish: [[curso de agua]], [[corriente de agua]]; Swedish: vattendrag; Thai: คลอง | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:33, 18 October 2024
English (LSJ)
ὑδραγωγόν,
A bringing water, σείριος Plu.2.365f; ὑ. ἐν συνόδῳ ἡ σελήνη Porph. ap. Eus.PE3.12: ὑδραγωγὰ φάρμακα = purgatives producing watery motions, Gal.11.325.
II Subst. ὑδραγωγός, ὁ, water-carrier, Artem.4.74, JHS24.195 (Greek text of Edict.Diocl.7.31, where aquarius).
2 maker of aqueducts or manager of aqueducts, Plu.2.914b; digger of a channel, Man.1.84.
b aqueduct or irrigation channel, with or without irrigation-machinery, LXX 4 Ki.18.17, Si.24.30, PCair.Zen.268.36 (iii B. C.), PMich.Zen.45.23 (iii B. C.), PTeb.50.8, al. (ii B. C.), Wilcken Chr.461.21 (iii A. D.), etc.; ὑδραγωγὸς δαψιλής a copious watercourse, 1Enoch28.3.
3 one who drinks much water, dropsical person, Hp.Epid.7.122.
4 a plant, = νυμφαία, Apul.Herb.68.
German (Pape)
[Seite 1173] Wasser führend, leitend, Plut. qu. nat. 9, ὁ ὑδραγωγός, der über Wasserleitungen die Aufsicht hat od. über sie schreibt; τὸ ὑδραγωγόν, die Wasserleitung, LXX.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui conduit ou amène l'eau ; ὁ ὑδραγωγός inspecteur des aqueducs.
Étymologie: ὕδωρ, ἄγω.
Russian (Dvoretsky)
ὑδρᾰγωγός:
I 2 приводящий воду (ὁ σείριος Ἴσιδος ἀστήρ Plut.).
II ὁ гидрагог, специалист по водоснабжению Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρᾰγωγός: -όν, ὁ φέρων ὕδωρ, σείριος Πλούτ. 2. 366Α· ὑδ. τόπος, πλήρης ὕδατος, Ὡραπόλλ.· - ὑδρ. φάρμακα, διουρητικά, Γαλην. 10. 463. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὑδρ., ὁ, ὁ φέρων ὕδωρ, ὑδροφόρος, Ἀρτεμίδ. 4. 74, Μανέθων 1. 84. 2) ὁ κατασκευάζων ἢ διευθύνων ὑδραγωγεῖα, Λατ. aquilex. Πλούτ. 2. 914Β. β) ὑδραγωγεῖον, Ἑβδ. (Βασ. Δ΄ ιη΄ 17, Σειρὰχ κδ΄ 30). 3) παρ’ Ἱππ. ὁ πίνων πολὺ ὕδων, ἄνθρωπος ὑδρωπικός, 1240C.
Greek Monolingual
-ο, / ὑδραγωγός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που μεταφέρει το νερό (α. «υδραγωγός σωλήνας» — ο υδροσωλήνας
β. «υδραγωγὸς σείριος», Πλούτ.)
νεοελλ.
(για φαρμ.) αυτός που προκαλεί έκχυση εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη διάρροια
2. το αρσ. ως ουσ. ο υδραγωγός
α) τεχνολ. αγωγός με τον οποίο μεταφέρεται το πόσιμο νερό από το υδραγωγείο στον τόπο διανομής και κατανάλωσης
β) ανατ. ονομασία ορισμένων πόρων, οστών ή μαλακών μορίων
3. φρ. α) «υδραγωγός του Σύλβιους» ή «συλουίειος υδραγωγός»
ανατ.
πόρος μέσω του οποίου επικοινωνεί η τρίτη με την τέταρτη κοιλία του εγκεφάλου και διά μέσου του οποίου κυκλοφορεί εγκεφαλονωτιαίο υγρό
β) «υδραγωγός του κοχλία»
ανατ. οστέινος σωλήνας που περιέχει τον περιλεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω αφτί
γ) «υδραγωγός της αίθουσας»
ανατ. οστέινος σωλήνας που περιέχει τον ενδολεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω αφτί
αρχ.
1. (για τόπο) γεμάτος νερό
2. το αρσ. ως ουσ. α) άτομο που μεταφέρει νερό, υδροφόρος
β) υδραγωγείο
γ) κατασκευαστής ή διευθυντής υδραγωγείων
δ) αυτός που καταναλώνει μεγάλη ποσότητα νερού
ε) διουρητικό φάρμακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ἀγωγός.
Translations
watercourse
Bulgarian: течение; Chinese Mandarin: 水道, 河道, 水路; Danish: løb; Dutch: waterloop, loop; Finnish: uoma; French: cours d'eau, cours; Galician: canle; Georgian: წყალსადინარი, წყალსადენი არხი; German: Wasserlauf, Flußlauf, Lauf; Greek: υδρορροή; Ancient Greek: κρουνός, ὑδραγωγός, ὑδρορρόα, ὑδρορρόη, ὑδρόρροια, χύτλον; Hungarian: folyómeder, folyás, vízfolyás, folyóvíz; Italian: corso d'acqua, corso; Japanese: 水路; Korean: 수로; Luxembourgish: Waasserlaf; Macedonian: тек, водотек, течење; Malayalam: ചാൽ; Manx: stroo; Maori: koawa; Middle English: cours; Norwegian Bokmål: vannløp, løp; Polish: koryto, bieg; Portuguese: igarapé, curso de água, curso d'água, curso; Russian: русло; Spanish: curso de agua, corriente de agua; Swedish: vattendrag; Thai: คลอง