κοινώνημα: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koinonima
|Transliteration C=koinonima
|Beta Code=koinw/nhma
|Beta Code=koinw/nhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which is communicated]]: pl., [[acts of communion]], [[communications]], [[dealings between man and man]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>333a</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>738a</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1280b17</span>; κ. πρός τινα <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>16.7.3</span>; πρὸς ἀλλήλους Plu.2.158c; <b class="b3">ψυχροῦ καὶ θερμοῦ κ</b>. ib.951e: in sg., [[communication]], λόγων <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.46</span> J.; [[common enterprise]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Vit.</span>p.33</span> J.; [[business partnership]], Sammelb.5658.8. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[point of junction]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>2.4.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[connection]], <span class="bibl">Nic.Dam.128</span> J.</span>
|Definition=κοινωνήματος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is communicated]]: pl., [[κοινωνήματα]] = [[acts of communion]], [[communications]], [[dealings between man and man]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 333a, ''Lg.''738a, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1280b17; κ. πρός τινα J.''AJ''16.7.3; πρὸς ἀλλήλους Plu.2.158c; ψυχροῦ καὶ θερμοῦ κ. ib.951e: in sg., [[communication]], λόγων Phld.''Oec.''p.46 J.; [[common enterprise]], Id.''Vit.''p.33 J.; [[business partnership]], Sammelb.5658.8.<br><span class="bld">2</span> [[point of junction]], Hp.''Epid.''2.4.2.<br><span class="bld">3</span> [[connection]], Nic.Dam.128 J.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1470.png Seite 1470]] τό, Gemeinschaft, Mittheilung, Umgang, Verkehr, ξυμβόλαια δὲ λέγεις κοινωνήματα Plat. Rep. I, 333 a; πρὸς ἅπαντα τὰ ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα Legg. V, 738 a; Arist. pol. 3, 9 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1470.png Seite 1470]] τό, [[Gemeinschaft]], [[Mitteilung]], [[Umgang]], [[Verkehr]], ξυμβόλαια δὲ λέγεις κοινωνήματα Plat. Rep. I, 333 a; πρὸς ἅπαντα τὰ ξυμβόλαια καὶ [[κοινωνήματα]] Legg. V, 738 a; Arist. pol. 3, 9 u. Sp.
}}
{{elnl
|elnltext=κοινώνημα -τος, τό [κοινωνέω] [[sociale band]]; plur. [[κοινωνήματα]] = [[sociale betrekkingen]]. [[verbindingspunt]]. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινώνημα:''' κοινωνήματος τό (преимущ. pl.) [[κοινωνήματα]] = [[взаимоотношение]], [[отношение]], [[общение]], [[связь]] (πρὸς ἀλλήλους, ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Plut.): ξυμβόλαια καὶ [[κοινωνήματα]] Plat. деловые расчеты и (прочие) взаимоотношения.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοινώνημα:''' -ατος, τό, στον πληθ., κοινωνικές πράξεις, συναλλαγές, δοσοληψίες [[μεταξύ]] των ανθρώπων, σε Πλάτ.
|lsmtext='''κοινώνημα:''' -ατος, τό, στον πληθ., κοινωνικές πράξεις, συναλλαγές, δοσοληψίες [[μεταξύ]] των ανθρώπων, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κοινώνημα -τος, τό [κοινωνέω] sociale band; plur. sociale betrekkingen. verbindingspunt. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινώνημα:''' ατος τό (преимущ. pl.) (взаимо)отношение, общение, связь (πρὸς ἀλλήλους, ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Plut.): ξυμβόλαια καὶ [[κοινωνήματα]] Plat. деловые расчеты и (прочие) взаимоотношения.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοινώνημα]], ατος, τό, [from [[κοινωνέω]]<br />in pl. acts of [[communion]], communications, [[dealings]] [[between]] man and man, Plat.
|mdlsjtxt=[[κοινώνημα]], ατος, τό, [from [[κοινωνέω]]<br />in pl. acts of [[communion]], communications, [[dealings]] [[between]] man and man, Plat.
}}
}}

Latest revision as of 17:30, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινώνημα Medium diacritics: κοινώνημα Low diacritics: κοινώνημα Capitals: ΚΟΙΝΩΝΗΜΑ
Transliteration A: koinṓnēma Transliteration B: koinōnēma Transliteration C: koinonima Beta Code: koinw/nhma

English (LSJ)

κοινωνήματος, τό,
A that which is communicated: pl., κοινωνήματα = acts of communion, communications, dealings between man and man, Pl.R. 333a, Lg.738a, Arist.Pol.1280b17; κ. πρός τινα J.AJ16.7.3; πρὸς ἀλλήλους Plu.2.158c; ψυχροῦ καὶ θερμοῦ κ. ib.951e: in sg., communication, λόγων Phld.Oec.p.46 J.; common enterprise, Id.Vit.p.33 J.; business partnership, Sammelb.5658.8.
2 point of junction, Hp.Epid.2.4.2.
3 connection, Nic.Dam.128 J.

German (Pape)

[Seite 1470] τό, Gemeinschaft, Mitteilung, Umgang, Verkehr, ξυμβόλαια δὲ λέγεις κοινωνήματα Plat. Rep. I, 333 a; πρὸς ἅπαντα τὰ ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα Legg. V, 738 a; Arist. pol. 3, 9 u. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινώνημα -τος, τό [κοινωνέω] sociale band; plur. κοινωνήματα = sociale betrekkingen. verbindingspunt. Hp.

Russian (Dvoretsky)

κοινώνημα: κοινωνήματος τό (преимущ. pl.) κοινωνήματα = взаимоотношение, отношение, общение, связь (πρὸς ἀλλήλους, ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Plut.): ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα Plat. деловые расчеты и (прочие) взаимоотношения.

Greek (Liddell-Scott)

κοινώνημα: τό, τὸ μεταδιδόμενον· ἐν τῷ πληθ., πράξεις κοινωνίας, συναλλαγαί, σχέσεις λήψεως καὶ δόσεως μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, Πλάτ. Πολ. 333Α, Νόμ. 738Α, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 10, κτλ.· κ. πρὸς ἀλλήλους Πλούτ. 2. 158D· ψυχροῦ καὶ θερμοῦ κ. αὐτόθι 951Ε.

Greek Monolingual

κοινώνημα, τὸ (Α) κοινωνώ
1. ανακοινωθέν, ανακοίνωση
2. γνωστοποίηση
3. κοινή επιχείρηση
4. πάπ. συνεταιρισμός για επιχείρηση
5. σημείο εφαρμογής
6. συνάφεια, σχέση
7. στον πληθ. τὰ κοινωνήματα
οι συναλλαγές, οι δοσοληψίες.

Greek Monotonic

κοινώνημα: -ατος, τό, στον πληθ., κοινωνικές πράξεις, συναλλαγές, δοσοληψίες μεταξύ των ανθρώπων, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κοινώνημα, ατος, τό, [from κοινωνέω
in pl. acts of communion, communications, dealings between man and man, Plat.