διανταῖος: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diantaios | |Transliteration C=diantaios | ||
|Beta Code=diantai=os | |Beta Code=diantai=os | ||
|Definition=α, ον (ος, ον | |Definition=α, ον (ος, ον [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''766 (lyr.)), [[extending throughout]], of ligaments [[running the whole length of]] the spine, Hp.''Art.''45; [[right through]], διανταίαν πλαγὰν πεπλαγμένος A.''Th.''895 (lyr.); διανταίαν οὐτᾶν Id.''Ch.''640(lyr.); <b class="b3">δ. βέλει</b> ib.184; ὀδύνα [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''766(lyr.); <b class="b3">μοῖρα δ.</b> [[relentless]] destiny, A.''Eu.''334 (lyr.). Adv. [[διανταίως]], παθεῖν Antyll. ap. Orib.44.23.14. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. διαντέ- Gal.18(1).351, 528<br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -ον E.<i>Io</i> 767]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que atraviesa de parte a parte]] διανταίαν λέγεις una herida, A.<i>Th</i>.895, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.94, τόδ' [[ἄγχι]] πλευμόνων ξίφος διανταίαν ... οὐτᾷ esta espada hiere junto a los pulmones (el pecho) de parte a parte</i> A.<i>Ch</i>.640, [[βέλος]] A.<i>Ch</i>.184, δ. ἔτυπεν ὀδύνα με πλευμόνων τῶνδ' ἔσω un dolor de lado a lado me ha sacudido dentro de mis pulmones</i> E.l.c., πτερώσεις διεκτετρημέναι διανταίοις τρήμασι Orib.49.24.15<br /><b class="num">•</b>fig. [[inflexible]] τοῦτο γὰρ λάχος διανταία Μοῖρ' ἐπέκλωσεν A.<i>Eu</i>.334.<br /><b class="num">2</b> anat. [[que se extiende a todo lo largo]] τόνοι νευρώδεες de los ligamentos de la espina dorsal, Hp.<i>Art</i>.45, cf. Gal.18(1).528, προσδῆσαι ... ἱμάντι ... ἐκ δύο διανταίων συμβεβλημένῳ Hp.<i>Art</i>.47, cf. Gal.18(1).351.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[completamente]] εἰ δὲ ... τὸ ὀστοῦν δ. πάθοι Antyll. en Orib.44.20.14. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0593.png Seite 593]] α, ον, auch 2 Endungen, ὀδύνα, Eur. Ion 766; gerad hindurchgehend, durchdringend, [[πληγή]], Aesch. Spt. 894; D. Sic. 16, 94; auch διανταία allein, Aesch. Ch. 640; [[βέλος]], 184; [[μοῖρα]], das unerbittliche (durchgreifende) Geschick, Eum. 334. – Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0593.png Seite 593]] α, ον, auch 2 Endungen, ὀδύνα, Eur. Ion 766; gerad hindurchgehend, durchdringend, [[πληγή]], Aesch. Spt. 894; D. Sic. 16, 94; auch διανταία allein, Aesch. Ch. 640; [[βέλος]], 184; [[μοῖρα]], das unerbittliche (durchgreifende) Geschick, Eum. 334. – Hippocr. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui frappe droit à travers (arme, coup, blessure);<br /><b>2</b> qui ne se laisse pas dévier, inflexible (sort, destinée).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀντί]]. | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui frappe droit à travers (arme, coup, blessure);<br /><b>2</b> qui ne se laisse pas dévier, inflexible (sort, destinée).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀντί]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=διανταῖος -α -ον, f. ook -ος [δίαντα] doordringend, vlijmscherp:; βέλος zwaard Aeschl. Ch. 184; adv. διανταίαν dwars doormidden, diep:; διανταίαν... πεπλαγμένους diepgeraakt Aeschl. Sept. 895; overdr. meedogenloos, genadeloos, stekend:. Μοῖρα Lot Aeschl. Eum. 334. (die zich uitstrekt) over de hele lengte:. τόνοι νευρώδεες pezen Hp. Art. 45. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διανταῖος:''' и<br /><b class="num">1</b> [[поражающий навылет]], [[пронзающий насквозь]] ([[βέλος]] Aesch.; [[πληγή]] Diod.);<br /><b class="num">2</b> [[пронизывающий]], [[пронзительный]] (ὀδύνα Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[неумолимый]], [[беспощадный]] ([[μοῖρα]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''διανταῖος:''' -α, -ον, αυτός που εκτείνεται από [[άκρη]] σε [[άκρη]], αυτός που βρίσκεται [[ολότελα]] στη [[μέση]], διαπερνά [[ολωσδιόλου]]· διανταία [[πληγή]], καίριο [[πλήγμα]], [[τραύμα]], σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>διανταίαν οὐτᾶν</i>, στον ίδ.· δ. [[βέλος]], στον ίδ.· <i>ὀδύνα</i>, σε Ευρ.· μεταφ., [[μοῖρα]] δ., που είναι αδυσώπητη, που πλήττει καίρια, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''διανταῖος:''' -α, -ον, αυτός που εκτείνεται από [[άκρη]] σε [[άκρη]], αυτός που βρίσκεται [[ολότελα]] στη [[μέση]], διαπερνά [[ολωσδιόλου]]· διανταία [[πληγή]], καίριο [[πλήγμα]], [[τραύμα]], σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>διανταίαν οὐτᾶν</i>, στον ίδ.· δ. [[βέλος]], στον ίδ.· <i>ὀδύνα</i>, σε Ευρ.· μεταφ., [[μοῖρα]] δ., που είναι αδυσώπητη, που πλήττει καίρια, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διανταῖος''': -α, -ον, ἐκτεινόμενος ἀπ᾿ ἄκρου ἕως ἄκρου, δι᾿ ὅλης τῆς γραμμῆς· ἐπὶ ἐπιδέσμων ἐκτεινομένων καθ᾿ ὅλον τὸ [[μῆκος]] τῆς ῥάχεως, Ἱππ. Ἄρθρ. 809· ἀκριβῶς διὰ μέσου, διανταία [[πληγή]], καίριον [[τραῦμα]], Αἰσχύλ. Θήβ. 894· οὕτω, διανταίαν οὐτᾶν ὁ αὐτ. Χο. 640· δ. βέλει [[αὐτόθι]] 184· ὀδύνα Εὐρ. Ἴωνι 767· - [[μοῖρα]] δ., [[ἀμετάβλητος]], [[ἀδυσώπητος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 334. - Ἐπίρρ. -ως, Ἄντυλλ. (Ὀρειβ. 3, 618). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δι-ανταῖος, η, ον <i>adj</i><br />extending [[throughout]], [[right]] [[through]], διανταία [[πληγή]] a [[home]]- [[thrust]], Aesch.; so, διανταίαν οὐτᾶν Aesch.; δ. [[βέλος]] Aesch.; ὀδύνα Eur.:—metaph., [[μοῖρα]] δ. [[destiny]] that strikes [[home]], Aesch. | |mdlsjtxt=δι-ανταῖος, η, ον <i>adj</i><br />extending [[throughout]], [[right]] [[through]], διανταία [[πληγή]] a [[home]]- [[thrust]], Aesch.; so, διανταίαν οὐτᾶν Aesch.; δ. [[βέλος]] Aesch.; ὀδύνα Eur.:—metaph., [[μοῖρα]] δ. [[destiny]] that strikes [[home]], Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:34, 25 October 2024
English (LSJ)
α, ον (ος, ον E.Ion766 (lyr.)), extending throughout, of ligaments running the whole length of the spine, Hp.Art.45; right through, διανταίαν πλαγὰν πεπλαγμένος A.Th.895 (lyr.); διανταίαν οὐτᾶν Id.Ch.640(lyr.); δ. βέλει ib.184; ὀδύνα E.Ion766(lyr.); μοῖρα δ. relentless destiny, A.Eu.334 (lyr.). Adv. διανταίως, παθεῖν Antyll. ap. Orib.44.23.14.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Grafía: graf. διαντέ- Gal.18(1).351, 528
• Morfología: [-ος, -ον E.Io 767]
I 1que atraviesa de parte a parte διανταίαν λέγεις una herida, A.Th.895, cf. D.S.16.94, τόδ' ἄγχι πλευμόνων ξίφος διανταίαν ... οὐτᾷ esta espada hiere junto a los pulmones (el pecho) de parte a parte A.Ch.640, βέλος A.Ch.184, δ. ἔτυπεν ὀδύνα με πλευμόνων τῶνδ' ἔσω un dolor de lado a lado me ha sacudido dentro de mis pulmones E.l.c., πτερώσεις διεκτετρημέναι διανταίοις τρήμασι Orib.49.24.15
•fig. inflexible τοῦτο γὰρ λάχος διανταία Μοῖρ' ἐπέκλωσεν A.Eu.334.
2 anat. que se extiende a todo lo largo τόνοι νευρώδεες de los ligamentos de la espina dorsal, Hp.Art.45, cf. Gal.18(1).528, προσδῆσαι ... ἱμάντι ... ἐκ δύο διανταίων συμβεβλημένῳ Hp.Art.47, cf. Gal.18(1).351.
II adv. -ως completamente εἰ δὲ ... τὸ ὀστοῦν δ. πάθοι Antyll. en Orib.44.20.14.
German (Pape)
[Seite 593] α, ον, auch 2 Endungen, ὀδύνα, Eur. Ion 766; gerad hindurchgehend, durchdringend, πληγή, Aesch. Spt. 894; D. Sic. 16, 94; auch διανταία allein, Aesch. Ch. 640; βέλος, 184; μοῖρα, das unerbittliche (durchgreifende) Geschick, Eum. 334. – Hippocr.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 qui frappe droit à travers (arme, coup, blessure);
2 qui ne se laisse pas dévier, inflexible (sort, destinée).
Étymologie: διά, ἀντί.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διανταῖος -α -ον, f. ook -ος [δίαντα] doordringend, vlijmscherp:; βέλος zwaard Aeschl. Ch. 184; adv. διανταίαν dwars doormidden, diep:; διανταίαν... πεπλαγμένους diepgeraakt Aeschl. Sept. 895; overdr. meedogenloos, genadeloos, stekend:. Μοῖρα Lot Aeschl. Eum. 334. (die zich uitstrekt) over de hele lengte:. τόνοι νευρώδεες pezen Hp. Art. 45.
Russian (Dvoretsky)
διανταῖος: и
1 поражающий навылет, пронзающий насквозь (βέλος Aesch.; πληγή Diod.);
2 пронизывающий, пронзительный (ὀδύνα Eur.);
3 неумолимый, беспощадный (μοῖρα Aesch.).
Greek Monolingual
διανταῖος, -α, -ον (Α) ανταίος
1. (για επίδεσμο) αυτός που εκτείνεται απ' άκρη σ' άκρη, που περιδένει όλη την έκταση τραύματος
2. αμετάβλητος, αναπότρεπτος.
Greek Monotonic
διανταῖος: -α, -ον, αυτός που εκτείνεται από άκρη σε άκρη, αυτός που βρίσκεται ολότελα στη μέση, διαπερνά ολωσδιόλου· διανταία πληγή, καίριο πλήγμα, τραύμα, σε Αισχύλ.· ομοίως, διανταίαν οὐτᾶν, στον ίδ.· δ. βέλος, στον ίδ.· ὀδύνα, σε Ευρ.· μεταφ., μοῖρα δ., που είναι αδυσώπητη, που πλήττει καίρια, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
διανταῖος: -α, -ον, ἐκτεινόμενος ἀπ᾿ ἄκρου ἕως ἄκρου, δι᾿ ὅλης τῆς γραμμῆς· ἐπὶ ἐπιδέσμων ἐκτεινομένων καθ᾿ ὅλον τὸ μῆκος τῆς ῥάχεως, Ἱππ. Ἄρθρ. 809· ἀκριβῶς διὰ μέσου, διανταία πληγή, καίριον τραῦμα, Αἰσχύλ. Θήβ. 894· οὕτω, διανταίαν οὐτᾶν ὁ αὐτ. Χο. 640· δ. βέλει αὐτόθι 184· ὀδύνα Εὐρ. Ἴωνι 767· - μοῖρα δ., ἀμετάβλητος, ἀδυσώπητος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 334. - Ἐπίρρ. -ως, Ἄντυλλ. (Ὀρειβ. 3, 618).
Middle Liddell
δι-ανταῖος, η, ον adj
extending throughout, right through, διανταία πληγή a home- thrust, Aesch.; so, διανταίαν οὐτᾶν Aesch.; δ. βέλος Aesch.; ὀδύνα Eur.:—metaph., μοῖρα δ. destiny that strikes home, Aesch.