κατασπέρχω: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataspercho
|Transliteration C=kataspercho
|Beta Code=kataspe/rxw
|Beta Code=kataspe/rxw
|Definition=[[urge on]], <b class="b3">λῃστὰς δορί</b> with a spear, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1188</span>; ἐλάτῃσι νῆα <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.91</span>; <b class="b3">ὁ ἄνεμος ἰσχυρῶς -έσπερχε</b> [[drove]] [them] [[on]], <span class="bibl">D.C.41.46</span>; [[κατασπέρχον]], of circumstances, [[urgent]], [[pressing]], <span class="bibl">Th.4.126</span>:—Pass., to [[be driven on]], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.2.4</span>.
|Definition=[[urge on]], <b class="b3">λῃστὰς δορί</b> with a spear, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1188; ἐλάτῃσι νῆα Opp.''H.''4.91; <b class="b3">ὁ ἄνεμος ἰσχυρῶς -έσπερχε</b> [[drove]] [them] [[on]], D.C.41.46; [[κατασπέρχον]], of circumstances, [[urgent]], [[pressing]], Th.4.126:—Pass., to [[be driven on]], J.''BJ''4.2.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1380.png Seite 1380]] beschleunigen, antreiben; λῃστὰς ἐλαύνων καὶ κατασπέρχων δορί Ar. Ach. 1188; Thuc. 4, 126 u. Sp., wie Nic. Th. 917; ὁ [[ἄνεμος]] ἰσχυρῶς κατέσπερχε D. Cass. 41, 46.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1380.png Seite 1380]] beschleunigen, antreiben; λῃστὰς ἐλαύνων καὶ κατασπέρχων δορί Ar. Ach. 1188; Thuc. 4, 126 u. Sp., wie Nic. Th. 917; ὁ [[ἄνεμος]] ἰσχυρῶς κατέσπερχε D. Cass. 41, 46.
}}
{{ls
|lstext='''κατασπέρχω''': μέλλ. -ξω, πρβλ. [[ἐπισπέρχω]], [[κατεπείγω]], ὠθῶ καὶ [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ προχωρήσῃ μὲ ταχὺ βῆμα, ἐλαύνων καὶ κ. λῃστὰς δορί, μὲ τὸ [[δόρυ]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1188· νῆα ἐλάτῃσι Ὀππ. Ἁλ. 4. 91, = τοῖς ἐρετμοῖς ἐλαύνειν [[ταχέως]]· -ἀπολ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, εἶμαι [[ἰσχυρός]], [[πνέω]] μεθ’ ὁρμῆς, Δίων Κ. 41. 46· κατασπέρχον, ἐπὶ περιστάσεων, κατεπεῖγον, [[ὑπόθεσις]] μὴ ἐπιδεχομένη ἀναβολήν, Θουκ. 4. 126· ὄψει καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον, κινοῦν εἰς δειλίαν, ἐκπλῆττον, Σχολ.- Παθ., καταπλήττομαι, ἐπείγομαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 4.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=pousser vivement, <i>fig.</i> secouer ; effrayer par la vie et par le bruit <i>en parl. d'événements</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπέρχω]].
|btext=pousser vivement, <i>fig.</i> secouer ; effrayer par la vie et par le bruit <i>en parl. d'événements</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπέρχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-σπέρχω opjagen:; κ. λῃστὰς δορί rovers opjagen met een speer Aristoph. Ach. 1188; ptc. subst.: δεινόν... κατασπέρχον een alarmerende dreiging Thuc. 4.126.6.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασπέρχω:'''<br /><b class="num">1</b> [[толкать]], [[гнать]], [[теснить]] (λῃστὰς [[δορί]] Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[устрашать]], [[пугать]]: ἔργῳ μὲν βραχὺ ὄν, [[ὄψει]] δὲ καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον Thuc. (опасность) по существу невелика, на вид же и на слух страшна.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατασπέρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατεπείγω]], σε Αριστοφ.· απόλ., <i>κατασπέρχον</i>, επείγον, αυτό που πιέζει, σε Θουκ.
|lsmtext='''κατασπέρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατεπείγω]], σε Αριστοφ.· απόλ., <i>κατασπέρχον</i>, επείγον, αυτό που πιέζει, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατασπέρχω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[толкать]], [[гнать]], [[теснить]] (λῃστὰς [[δορί]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[устрашать]], [[пугать]]: ἔργῳ μὲν βραχὺ ὄν, [[ὄψει]] δὲ καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον Thuc. (опасность) по существу невелика, на вид же и на слух страшна.
|lstext='''κατασπέρχω''': μέλλ. -ξω, πρβλ. [[ἐπισπέρχω]], [[κατεπείγω]], ὠθῶ καὶ [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ προχωρήσῃ μὲ ταχὺ βῆμα, ἐλαύνων καὶ κ. λῃστὰς δορί, μὲ τὸ [[δόρυ]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1188· νῆα ἐλάτῃσι Ὀππ. Ἁλ. 4. 91, = τοῖς ἐρετμοῖς ἐλαύνειν [[ταχέως]]· -ἀπολ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, εἶμαι [[ἰσχυρός]], [[πνέω]] μεθ’ ὁρμῆς, Δίων Κ. 41. 46· κατασπέρχον, ἐπὶ περιστάσεων, κατεπεῖγον, [[ὑπόθεσις]] μὴ ἐπιδεχομένη ἀναβολήν, Θουκ. 4. 126· ὄψει καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον, κινοῦν εἰς δειλίαν, ἐκπλῆττον, Σχολ.- Παθ., καταπλήττομαι, ἐπείγομαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-σπέρχω opjagen:; κ. λῃστὰς δορί rovers opjagen met een speer Aristoph. Ach. 1188; ptc. subst.: δεινόν... κατασπέρχον een alarmerende dreiging Thuc. 4.126.6.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[urge]] on, Ar.;—absol., κατασπέρχον [[urgent]], [[pressing]], causing [[anxiety]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[urge]] on, Ar.;—absol., κατασπέρχον [[urgent]], [[pressing]], causing [[anxiety]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[urgere]]'', to [[press hard]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.126.6/ 4.126.6].
}}
}}

Latest revision as of 14:27, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασπέρχω Medium diacritics: κατασπέρχω Low diacritics: κατασπέρχω Capitals: ΚΑΤΑΣΠΕΡΧΩ
Transliteration A: kataspérchō Transliteration B: katasperchō Transliteration C: kataspercho Beta Code: kataspe/rxw

English (LSJ)

urge on, λῃστὰς δορί with a spear, Ar.Ach.1188; ἐλάτῃσι νῆα Opp.H.4.91; ὁ ἄνεμος ἰσχυρῶς -έσπερχε drove [them] on, D.C.41.46; κατασπέρχον, of circumstances, urgent, pressing, Th.4.126:—Pass., to be driven on, J.BJ4.2.4.

German (Pape)

[Seite 1380] beschleunigen, antreiben; λῃστὰς ἐλαύνων καὶ κατασπέρχων δορί Ar. Ach. 1188; Thuc. 4, 126 u. Sp., wie Nic. Th. 917; ὁ ἄνεμος ἰσχυρῶς κατέσπερχε D. Cass. 41, 46.

French (Bailly abrégé)

pousser vivement, fig. secouer ; effrayer par la vie et par le bruit en parl. d'événements.
Étymologie: κατά, σπέρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σπέρχω opjagen:; κ. λῃστὰς δορί rovers opjagen met een speer Aristoph. Ach. 1188; ptc. subst.: δεινόν... κατασπέρχον een alarmerende dreiging Thuc. 4.126.6.

Russian (Dvoretsky)

κατασπέρχω:
1 толкать, гнать, теснить (λῃστὰς δορί Arph.);
2 устрашать, пугать: ἔργῳ μὲν βραχὺ ὄν, ὄψει δὲ καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον Thuc. (опасность) по существу невелика, на вид же и на слух страшна.

Greek Monolingual

κατασπέρχω (Α)
1. αναγκάζω κάποιον να προχωρεί γρήγορα
2. (για άνεμο) πνέω με ορμή
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τo κατασπέρχον
υπόθεση που δεν επιδέχεται αναβολή
4. παθ. κατασπέρχομαι
επείγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σπέρχω «θέτω σε γρήγορη κίνηση»].

Greek Monotonic

κατασπέρχω: μέλ. -ξω, κατεπείγω, σε Αριστοφ.· απόλ., κατασπέρχον, επείγον, αυτό που πιέζει, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατασπέρχω: μέλλ. -ξω, πρβλ. ἐπισπέρχω, κατεπείγω, ὠθῶ καὶ ἀναγκάζω τινὰ νὰ προχωρήσῃ μὲ ταχὺ βῆμα, ἐλαύνων καὶ κ. λῃστὰς δορί, μὲ τὸ δόρυ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1188· νῆα ἐλάτῃσι Ὀππ. Ἁλ. 4. 91, = τοῖς ἐρετμοῖς ἐλαύνειν ταχέως· -ἀπολ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, εἶμαι ἰσχυρός, πνέω μεθ’ ὁρμῆς, Δίων Κ. 41. 46· κατασπέρχον, ἐπὶ περιστάσεων, κατεπεῖγον, ὑπόθεσις μὴ ἐπιδεχομένη ἀναβολήν, Θουκ. 4. 126· ὄψει καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον, κινοῦν εἰς δειλίαν, ἐκπλῆττον, Σχολ.- Παθ., καταπλήττομαι, ἐπείγομαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 4.

Middle Liddell

fut. ξω
to urge on, Ar.;—absol., κατασπέρχον urgent, pressing, causing anxiety, Thuc.

Lexicon Thucydideum

urgere, to press hard, 4.126.6.