ὁλομελής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olomelis
|Transliteration C=olomelis
|Beta Code=o(lomelh/s
|Beta Code=o(lomelh/s
|Definition=ές, [[whole of limb]], [[not dismembered]], πλεκτάς <span class="bibl">Diph.34.2</span>; κρέα <span class="bibl">Posidon.9</span> J., <span class="title">IG</span>12(7).515.49 (Amorgos); [[ὁλομελῆ]] alone, <span class="bibl">Str.15.3.19</span>; ὁ. κρόκος [[uniform]], Dsc.1.26.
|Definition=ὁλομελές, [[whole of limb]], [[not dismembered]], πλεκτάς Diph.34.2; κρέα Posidon.9 J., ''IG''12(7).515.49 (Amorgos); [[ὁλομελῆ]] alone, Str.15.3.19; ὁ. κρόκος [[uniform]], Dsc.1.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁλομελής]], -ές, Α ιων. τ. [[οὐλομελής]], -ές)<br />αυτός που έχει ακέραια όλα τα [[μέλη]] του, [[αρτιμελής]], [[πλήρης]]<br />(για συνεδριάζον [[σώμα]]) αυτός του οποίου όλα τα [[μέλη]] [[είναι]] παρόντα<br /><b>μσν.</b><br />ο [[γεμάτος]] [[μελωδία]], μελωδικότητα<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομοιόμορφος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολομελώς]] (Μ ὁλομελῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[παρουσία]] όλων τών μελών<br /><b>μσν.</b><br />με πλήρη [[μελωδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[μελής]]].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁλομελής]], -ές, Α ιων. τ. [[οὐλομελής]], -ές)<br />αυτός που έχει ακέραια όλα τα [[μέλη]] του, [[αρτιμελής]], [[πλήρης]]<br />(για συνεδριάζον [[σώμα]]) αυτός του οποίου όλα τα [[μέλη]] [[είναι]] παρόντα<br /><b>μσν.</b><br />ο [[γεμάτος]] [[μελωδία]], μελωδικότητα<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομοιόμορφος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολομελώς]] (Μ ὁλομελῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[παρουσία]] όλων τών μελών<br /><b>μσν.</b><br />με πλήρη [[μελωδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), [[πρβλ]]. [[πολυμελής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλομελής Medium diacritics: ὁλομελής Low diacritics: ολομελής Capitals: ΟΛΟΜΕΛΗΣ
Transliteration A: holomelḗs Transliteration B: holomelēs Transliteration C: olomelis Beta Code: o(lomelh/s

English (LSJ)

ὁλομελές, whole of limb, not dismembered, πλεκτάς Diph.34.2; κρέα Posidon.9 J., IG12(7).515.49 (Amorgos); ὁλομελῆ alone, Str.15.3.19; ὁ. κρόκος uniform, Dsc.1.26.

German (Pape)

[Seite 326] ές, mit ganzen Gliedern, unverstümmelt; βρώματα, κρέα, Ath. XII, 540 c; πλεκτάναι, Diphil. ib. VII, 316 f.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλομελής: -ές, ὁ ἔχων ἀκέραια τὰ μέλη, σῶος, ἀκέραιος, πλήρης, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 316F, πρβλ. 540C· Ἐπίρρ. -λῶς, Εὐστ., κλ. Πρβλ. οὐλομελής, -μέλεια.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὁλομελής, -ές, Α ιων. τ. οὐλομελής, -ές)
αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, πλήρης
(για συνεδριάζον σώμα) αυτός του οποίου όλα τα μέλη είναι παρόντα
μσν.
ο γεμάτος μελωδία, μελωδικότητα
αρχ.
ομοιόμορφος.
επίρρ...
ολομελώς (Μ ὁλομελῶς)
νεοελλ.
με παρουσία όλων τών μελών
μσν.
με πλήρη μελωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -μελής (< μέλος), πρβλ. πολυμελής].