χρυσάρματος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chrysarmatos | |Transliteration C=chrysarmatos | ||
|Beta Code=xrusa/rmatos | |Beta Code=xrusa/rmatos | ||
|Definition= | |Definition=χρυσάρματον,<br><span class="bld">A</span> [[with]] or [[in car of gold]], Ἀθάνα B.12.194; Μήνα Pi.''O.''3.19; also of heroes, Id.''P.''5.9, ''I.''6(5).19.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">οἱ χ.</b>, of a body of the Macedonian royal guard, Poll.1.175. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1379.png Seite 1379]] mit, auf goldenem Wagen, Pind. Μήνη Ol. 3, 20, [[Κάστωρ]] P. 5, 9, Αἰακίδαι I. 5, 17, [[Θῆβαι]] frg. 207. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1379.png Seite 1379]] mit, auf goldenem Wagen, Pind. Μήνη Ol. 3, 20, [[Κάστωρ]] P. 5, 9, Αἰακίδαι I. 5, 17, [[Θῆβαι]] frg. 207. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[au char d'or]].<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[ἅρμα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσάρμᾰτος:''' [[восседающий или едущий на золотой колеснице]] ([[Μήνη]], Αἰακίδαι Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσάρμᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων ἅρμα χρυσοῦν, ἐπὶ χρυσοῦ ἅρματος ὀχούμενος, ἐπίθετον τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 35· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἡρώων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 10, ἐν Ι. 6 (5). 27· ― οἱ χρυσάρματοι, σῶμά τι τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς τοῦ βασιλέως, Πολυδ. Α΄, 175. | |lstext='''χρῡσάρμᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων ἅρμα χρυσοῦν, ἐπὶ χρυσοῦ ἅρματος ὀχούμενος, ἐπίθετον τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 35· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἡρώων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 10, ἐν Ι. 6 (5). 27· ― οἱ χρυσάρματοι, σῶμά τι τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς τοῦ βασιλέως, Πολυδ. Α΄, 175. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>χρῡσάρματος, -ον</b> [[with]] [[golden]] [[chariot]] [[χρυσάρματος]] Μήνα (O. 3.19) χρυσαρμάτου Κάστορος (P. 5.9) ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι (τίμιοι κατὰ τὰ ἅρματα Σ.) (I. 6.19) cf. Σ, (P. 2.) inscr., καταφέρεσθαι τὸν Πίνδαρον | |sltr=<b>χρῡσάρματος, -ον</b> [[with]] [[golden]] [[chariot]] [[χρυσάρματος]] Μήνα (O. 3.19) χρυσαρμάτου Κάστορος (P. 5.9) ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι (τίμιοι κατὰ τὰ ἅρματα Σ.) (I. 6.19) cf. Σ, (P. 2.) inscr., καταφέρεσθαι τὸν Πίνδαρον εἰς τὸ τὰς Θήβας χρυσαρμάτους προσαγορεύειν (ad βρισαρμάτοις Δ. 2. 26 spectare putat Snell: potuit poeta singularem numerum usurpare, nott. Turyn) fr. 323. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χρυσό [[άρμα]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[χρυσάρματος]]<br />[[προσωνυμία]] της Σελήνης<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρυσάρματοι</i><br />[[σώμα]] της βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἅρμα]], -<i>ατος</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χρυσό [[άρμα]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[χρυσάρματος]]<br />[[προσωνυμία]] της Σελήνης<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρυσάρματοι</i><br />[[σώμα]] της βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἅρμα]], -<i>ατος</i>), [[πρβλ]]. [[χαλκάρματος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσάρμᾰτος:''' -ον ([[ἅρμα]]), αυτός που έχει ή βρίσκεται μέσα σε χρυσό [[άρμα]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''χρῡσάρμᾰτος:''' -ον ([[ἅρμα]]), αυτός που έχει ή βρίσκεται μέσα σε χρυσό [[άρμα]], σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χρῡσ-άρμᾰτος, ον, [[ἅρμα]]<br />with or in car of [[gold]], Pind., | |mdlsjtxt=χρῡσ-άρμᾰτος, ον, [[ἅρμα]]<br />with or in car of [[gold]], Pind., | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
χρυσάρματον,
A with or in car of gold, Ἀθάνα B.12.194; Μήνα Pi.O.3.19; also of heroes, Id.P.5.9, I.6(5).19.
II οἱ χ., of a body of the Macedonian royal guard, Poll.1.175.
German (Pape)
[Seite 1379] mit, auf goldenem Wagen, Pind. Μήνη Ol. 3, 20, Κάστωρ P. 5, 9, Αἰακίδαι I. 5, 17, Θῆβαι frg. 207.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au char d'or.
Étymologie: χρυσός, ἅρμα.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσάρμᾰτος: восседающий или едущий на золотой колеснице (Μήνη, Αἰακίδαι Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσάρμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ἅρμα χρυσοῦν, ἐπὶ χρυσοῦ ἅρματος ὀχούμενος, ἐπίθετον τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 35· ὡσαύτως ἐπὶ ἡρώων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 10, ἐν Ι. 6 (5). 27· ― οἱ χρυσάρματοι, σῶμά τι τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς τοῦ βασιλέως, Πολυδ. Α΄, 175.
English (Slater)
χρῡσάρματος, -ον with golden chariot χρυσάρματος Μήνα (O. 3.19) χρυσαρμάτου Κάστορος (P. 5.9) ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι (τίμιοι κατὰ τὰ ἅρματα Σ.) (I. 6.19) cf. Σ, (P. 2.) inscr., καταφέρεσθαι τὸν Πίνδαρον εἰς τὸ τὰς Θήβας χρυσαρμάτους προσαγορεύειν (ad βρισαρμάτοις Δ. 2. 26 spectare putat Snell: potuit poeta singularem numerum usurpare, nott. Turyn) fr. 323.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει χρυσό άρμα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρυσάρματος
προσωνυμία της Σελήνης
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάρματοι
σώμα της βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -άρματος (< ἅρμα, -ατος), πρβλ. χαλκάρματος].
Greek Monotonic
χρῡσάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει ή βρίσκεται μέσα σε χρυσό άρμα, σε Πίνδ.