ἀμφιλέγω: Difference between revisions
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0140.png Seite 140]] 1) nach beiden Seiten hin reden, streiten, Xen. An. 1, 5, 11: τί, über etwas. – 2) zweifeln, βρονταῖς (andere βροντάς) ἀμφιλέξει τις ἢ μὴ φωνεῖν ἢ μὴ [[οἰωνιστήριον]] εἶναι Xen. Apol. 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0140.png Seite 140]] 1) nach beiden Seiten hin reden, streiten, Xen. An. 1, 5, 11: τί, über etwas. – 2) zweifeln, βρονταῖς (andere βροντάς) ἀμφιλέξει τις ἢ μὴ φωνεῖν ἢ μὴ [[οἰωνιστήριον]] εἶναι Xen. Apol. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=disputer sur, acc. ; ἀ. [[μή]] τι [[εἶναι]] contester <i>ou</i> douter qu'une chose soit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[λέγω]]³. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφιλέγω:'''<br /><b class="num">1</b> [[спорить]]: ἀμφιλέξαι τι Xen. поспорить из-за чего-л.;<br /><b class="num">2</b> [[оспаривать]]: ἀμφιλέξει τις …; Xen. разве станет кто-л. оспаривать …? | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιλέγω''': φιλονεικῶ, συζητῶ [[περί]] τινος, τι Ξεν. Ἀν. 1. 5, 11: ἑπομένου μή ..., φιλονεικῶ, ἀμφισβητῶ, [[ἀμφιβάλλω]] εἰ πράγματι ἔχει [[οὕτως]], ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 12. | |lstext='''ἀμφιλέγω''': φιλονεικῶ, συζητῶ [[περί]] τινος, τι Ξεν. Ἀν. 1. 5, 11: ἑπομένου μή ..., φιλονεικῶ, ἀμφισβητῶ, [[ἀμφιβάλλω]] εἰ πράγματι ἔχει [[οὕτως]], ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 12. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφιλέγω:''' Δωρ. -ἀμφιλλέγω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[διαφωνώ]] για, <i>τι</i>, σε Ξεν.· <i>ἀμφ. μή</i>, [[διαφωνώ]], [[ερίζω]], [[αμφισβητώ]] ότι ένα [[πράγμα]] είναι, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀμφιλέγω:''' Δωρ. -ἀμφιλλέγω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[διαφωνώ]] για, <i>τι</i>, σε Ξεν.· <i>ἀμφ. μή</i>, [[διαφωνώ]], [[ερίζω]], [[αμφισβητώ]] ότι ένα [[πράγμα]] είναι, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[dispute]] [[about]], τι Xen.; ἀμφ. μή . ., to [[dispute]], [[question]] that a [[thing]] is, Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 3 March 2024
English (LSJ)
Dor. ἀμφιλλέγω,
A dispute about, τι X.An. 1.5.11; χώρας ἇς ἀμφέλλεγον IG4.926 (Epid.):—Pass., τὰ ἀμφιλλεγόμενα GDI5149 (Cret.).
2 foll. by μή... dispute, question that a thing is, X.Ap. 12: abs., dispute, αἴ κ' ἀμφιλλέγωντι τοὶ ταγοί GDI2561A42.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἀμφιλλέγω IG 42.71.3 (Epidauro III a.C.), CID 1.9A42 (IV a.C.)
• Morfología: [arc. subj. 3.a plu. ἀνφιλέγδντοι IG 5(2).159 B.18 (Tegea V a.C.)]
discutir, disputar sobre τι X.An.1.5.11, c. gen. περὶ τᾶς χώρας ἇς ἀμφέλλεγον IG l.c., βροντὰς ... μὴ μέγιστον οἰωνιστήριον εἶναι; (¿discutirá alguien) que los truenos son un gran augurio? X.Ap.12
•abs. αἰ κ' ἀμφιλλέγωντι τοὶ ταγοί CID l.c., cf. ICr.1.16.4.10 (Lato).
German (Pape)
[Seite 140] 1) nach beiden Seiten hin reden, streiten, Xen. An. 1, 5, 11: τί, über etwas. – 2) zweifeln, βρονταῖς (andere βροντάς) ἀμφιλέξει τις ἢ μὴ φωνεῖν ἢ μὴ οἰωνιστήριον εἶναι Xen. Apol. 12.
French (Bailly abrégé)
disputer sur, acc. ; ἀ. μή τι εἶναι contester ou douter qu'une chose soit.
Étymologie: ἀμφί, λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιλέγω:
1 спорить: ἀμφιλέξαι τι Xen. поспорить из-за чего-л.;
2 оспаривать: ἀμφιλέξει τις …; Xen. разве станет кто-л. оспаривать …?
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιλέγω: φιλονεικῶ, συζητῶ περί τινος, τι Ξεν. Ἀν. 1. 5, 11: ἑπομένου μή ..., φιλονεικῶ, ἀμφισβητῶ, ἀμφιβάλλω εἰ πράγματι ἔχει οὕτως, ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 12.
Greek Monolingual
ἀμφιλέγω (Α)
1. φιλονικώ, λογομαχώ
2. αμφισβητώ, αμφιβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + λέγω.
ΠΑΡ. ἀμφιλεγόμενα, ἀμφίλεκτος, ἀμφίλογος.
Greek Monotonic
ἀμφιλέγω: Δωρ. -ἀμφιλλέγω, μέλ. -ξω, διαφωνώ για, τι, σε Ξεν.· ἀμφ. μή, διαφωνώ, ερίζω, αμφισβητώ ότι ένα πράγμα είναι, στον ίδ.
Middle Liddell
to dispute about, τι Xen.; ἀμφ. μή . ., to dispute, question that a thing is, Xen.