περιπνέω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peripneo
|Transliteration C=peripneo
|Beta Code=peripne/w
|Beta Code=peripne/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[breathe round]], c. acc., Μακάρων νᾶσον αὖραι περιπνέοισι <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>2.72</span>, cf. Luc.<span class="title">VH</span>2.5: abs., <span class="bibl">D.S.3.19</span>:—Pass., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>397a34</span>; <b class="b3">οἴκησις περιπνεομένα</b> (Dor.) <span class="bibl">Myia<span class="title">Ep.</span>4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[exhale a scent of]], οἰκία περιπνεῖ Ἐρμοῦ καὶ Μουσῶν <span class="bibl">Eun.<span class="title">VS</span>p.483</span> B.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[breathe round]], c. acc., Μακάρων νᾶσον αὖραι περιπνέοισι Pi.''O.''2.72, cf. Luc.''VH''2.5: abs., [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.19:—Pass., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Arist.''Mu.''397a34; <b class="b3">οἴκησις περιπνεομένα</b> (Dor.) Myia''Ep.''4.<br><span class="bld">II</span> [[exhale a scent of]], οἰκία περιπνεῖ Ἐρμοῦ καὶ Μουσῶν Eun.''VS''p.483 B.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />souffler autour de.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πνέω]].
|btext=[[περιπνῶ]] :<br />[[souffler autour de]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πνέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιπνέω''': μέλλ. -πνεύσομαι, [[πνέω]] [[περί]] τι, μετ’ αἰτ., αὖραι νάσους Μακάρων περιπνέοισι Πινδ. Ο. 2. 130, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5· ἀπολ., Διόδ. 3. 19. ― Παθητ., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 12· [[οἴκησις]] περιπνευμένα (Δωρ.) Gale Opusc. 751.
|elnltext=περι-πνέω blazen rondom.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπνέω:''' [[дуть вокруг]], [[обвевать]] (νάσους [[Μακάρων]] Pind.; ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Arst.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''περιπνέω:''' μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>, [[πνέω]] γύρω ή πάνω από ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Πίνδ.
|lsmtext='''περιπνέω:''' μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>, [[πνέω]] γύρω ή πάνω από ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιπνέω:''' [[дуть вокруг]], [[обвевать]] (νάσους [[Μακάρων]] Pind.; ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Arst.).
|lstext='''περιπνέω''': μέλλ. -πνεύσομαι, [[πνέω]] [[περί]] τι, μετ’ αἰτ., αὖραι νάσους Μακάρων περιπνέοισι Πινδ. Ο. 2. 130, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5· ἀπολ., Διόδ. 3. 19. ― Παθητ., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 12· [[οἴκησις]] περιπνευμένα (Δωρ.) Gale Opusc. 751.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-πνέω blazen rondom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -πνεύσομαι<br />to [[breathe]] [[round]] or [[over]] a [[place]], c. acc., Pind.
|mdlsjtxt=fut. -πνεύσομαι<br />to [[breathe]] [[round]] or [[over]] a [[place]], c. acc., Pind.
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπνέω Medium diacritics: περιπνέω Low diacritics: περιπνέω Capitals: ΠΕΡΙΠΝΕΩ
Transliteration A: peripnéō Transliteration B: peripneō Transliteration C: peripneo Beta Code: peripne/w

English (LSJ)

A breathe round, c. acc., Μακάρων νᾶσον αὖραι περιπνέοισι Pi.O.2.72, cf. Luc.VH2.5: abs., D.S.3.19:—Pass., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Arist.Mu.397a34; οἴκησις περιπνεομένα (Dor.) MyiaEp.4.
II exhale a scent of, οἰκία περιπνεῖ Ἐρμοῦ καὶ Μουσῶν Eun.VSp.483 B.

German (Pape)

[Seite 588] (s. πνέω), umwehen, umblasen, anhauchen, c. accus., Pind., νᾶσος αὖραι περιπνέοισιν, Ol. 2, 72; intrans. herumwehen, -blasen, ringsum duften, Sp.

French (Bailly abrégé)

περιπνῶ :
souffler autour de.
Étymologie: περί, πνέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πνέω blazen rondom.

Russian (Dvoretsky)

περιπνέω: дуть вокруг, обвевать (νάσους Μακάρων Pind.; ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Arst.).

English (Slater)

περῐπνέω blow round μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (O. 2.72)

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. περιπνείω Α
1. πνέω, φυσώ γύρω από κάτι, ολόγυρα («Μακάρων νᾱσον αὖραι περιπνέοισι», Πίνδ.)
2. αναδίδω οσμή από όλες τις πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πνέω «φυσώ»].

Greek Monotonic

περιπνέω: μέλ. -πνεύσομαι, πνέω γύρω ή πάνω από ένα μέρος, με αιτ., σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, πνέω περί τι, μετ’ αἰτ., αὖραι νάσους Μακάρων περιπνέοισι Πινδ. Ο. 2. 130, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5· ἀπολ., Διόδ. 3. 19. ― Παθητ., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 12· οἴκησις περιπνευμένα (Δωρ.) Gale Opusc. 751.

Middle Liddell

fut. -πνεύσομαι
to breathe round or over a place, c. acc., Pind.