ἀπεῖδον: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apeidon
|Transliteration C=apeidon
|Beta Code=a)pei=don
|Beta Code=a)pei=don
|Definition=inf. [[ἀπῐδεῖν]], aor. 2 with no pres. in use, [[ἀφοράω]] being used instead:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[look away from other things at]], and so simply, [[look at]], [[πρός]] or ἔς τι <span class="bibl">Th.7.71</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMar.</span>9.2</span>, al.; πόρρωθεν ἀπιδεῖν <span class="bibl">Timocl. 21</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[look away from]], and so, [[despise]], Plu.2.1070f (dub.l.). (In later Greek ἀφ-, ἀφίδω <span class="bibl"><span class="title">Ep.Phil.</span>2.23</span>.)</span>
|Definition=inf. [[ἀπιδεῖν]], aor. 2 with no pres. in use, [[ἀφοράω]] being used instead:—<br><span class="bld">A</span> [[look away from other things at]], and so simply, [[look at]], [[πρός]] or ἔς τι Th.7.71, Luc.''DMar.''9.2, al.; πόρρωθεν ἀπιδεῖν Timocl. 21.<br><span class="bld">II</span> [[look away from]], and so, [[despise]], Plu.2.1070f (dub.l.). (In later Greek ἀφ-, ἀφίδω ''Ep.Phil.''2.23.)
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2 de</i> [[ἀφοράω]].
|btext=<i>ao.2 de</i> [[ἀφοράω]].
}}
{{pape
|ptext=aor. zu [[ἀφοράω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεῖδον:''' aor. 2 к [[ἀφοράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπεῖδον''': ἀπαρ. ἀπῐδεῖν, ἀόρ. β΄. [[ἄνευ]] εὐχρήστου ἐνεστῶτος, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ ἐν χρήσει [[εἶναι]] τὸ [[ἀφοράω]]: [[στρέφω]] τὸ [[βλέμμα]] μου [[πρός]] τι, ἀπιδεῖν ἔς τι ἢ [[πρός]] τι Θουκ. 7. 71· πόρρωθεν ἀπιδὼν Τιμοκλ. ἐν «Λήθῃ» 1. 6. ΙΙ. [[βλέπω]] ἀλλαχόσε, [[ἀποστρέφω]] τὰ βλέμματά μου ἀπό τινος, περιφρονῶ, Πλούτ. 2. 1070F.
|lstext='''ἀπεῖδον''': ἀπαρ. ἀπῐδεῖν, ἀόρ. β΄. [[ἄνευ]] εὐχρήστου ἐνεστῶτος, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ ἐν χρήσει [[εἶναι]] τὸ [[ἀφοράω]]: [[στρέφω]] τὸ [[βλέμμα]] μου [[πρός]] τι, ἀπιδεῖν ἔς τι ἢ [[πρός]] τι Θουκ. 7. 71· πόρρωθεν ἀπιδὼν Τιμοκλ. ἐν «Λήθῃ» 1. 6. ΙΙ. [[βλέπω]] ἀλλαχόσε, [[ἀποστρέφω]] τὰ βλέμματά μου ἀπό τινος, περιφρονῶ, Πλούτ. 2. 1070F.
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 23: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπεῖδον:''' απαρ. <i>-ῐδεῖν</i>, αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], αντί του οποίου χρησιμοποιείται το [[ἀφοράω]]· [[στρέφω]] [[αλλού]] το [[βλέμμα]] μου, [[αποστρέφω]] το [[βλέμμα]] μου από [[κάτι]], [[περιφρονώ]]· και ομοίως, [[απλώς]], [[κοιτάζω]], [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου, <i>ἔς</i> ή [[πρός]] τι, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπεῖδον:''' απαρ. <i>-ῐδεῖν</i>, αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], αντί του οποίου χρησιμοποιείται το [[ἀφοράω]]· [[στρέφω]] [[αλλού]] το [[βλέμμα]] μου, [[αποστρέφω]] το [[βλέμμα]] μου από [[κάτι]], [[περιφρονώ]]· και ομοίως, [[απλώς]], [[κοιτάζω]], [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου, <i>ἔς</i> ή [[πρός]] τι, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεῖδον:''' aor. 2 к [[ἀφοράω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[look]] [[away]] from [[other]] things at a [[thing]], and so [[simply]] to [[look]] at, ἔς or πρός τι Thuc.
|mdlsjtxt=to [[look]] [[away]] from [[other]] things at a [[thing]], and so [[simply]] to [[look]] at, ἔς or πρός τι Thuc.
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεῖδον Medium diacritics: ἀπεῖδον Low diacritics: απείδον Capitals: ΑΠΕΙΔΟΝ
Transliteration A: apeîdon Transliteration B: apeidon Transliteration C: apeidon Beta Code: a)pei=don

English (LSJ)

inf. ἀπιδεῖν, aor. 2 with no pres. in use, ἀφοράω being used instead:—
A look away from other things at, and so simply, look at, πρός or ἔς τι Th.7.71, Luc.DMar.9.2, al.; πόρρωθεν ἀπιδεῖν Timocl. 21.
II look away from, and so, despise, Plu.2.1070f (dub.l.). (In later Greek ἀφ-, ἀφίδω Ep.Phil.2.23.)

Spanish (DGE)

v. ἀφοράω.

French (Bailly abrégé)

ao.2 de ἀφοράω.

German (Pape)

aor. zu ἀφοράω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεῖδον: aor. 2 к ἀφοράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεῖδον: ἀπαρ. ἀπῐδεῖν, ἀόρ. β΄. ἄνευ εὐχρήστου ἐνεστῶτος, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ ἐν χρήσει εἶναι τὸ ἀφοράω: στρέφω τὸ βλέμμα μου πρός τι, ἀπιδεῖν ἔς τι ἢ πρός τι Θουκ. 7. 71· πόρρωθεν ἀπιδὼν Τιμοκλ. ἐν «Λήθῃ» 1. 6. ΙΙ. βλέπω ἀλλαχόσε, ἀποστρέφω τὰ βλέμματά μου ἀπό τινος, περιφρονῶ, Πλούτ. 2. 1070F.

English (Thayer)

(ἀφειδον) equivalent to ἀπεῖδον, which see Cf. Buttmann, 7; Mullach, p. 22; Winer's Grammar, 45 (44); (Tdf. Proleg., p. 91f, the Sept. edition 4Proleg., p. xxxiii.; Scrivener s edition of manuscript Cantabr. Introduction, p. 47: (11); especially WH s Appendix, p. 143f, Meisterhans, § 20, and Lightfoot on Curtius, p. 687f).

Greek Monotonic

ἀπεῖδον: απαρ. -ῐδεῖν, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, αντί του οποίου χρησιμοποιείται το ἀφοράω· στρέφω αλλού το βλέμμα μου, αποστρέφω το βλέμμα μου από κάτι, περιφρονώ· και ομοίως, απλώς, κοιτάζω, στρέφω το βλέμμα μου, ἔς ή πρός τι, σε Θουκ.

Middle Liddell

to look away from other things at a thing, and so simply to look at, ἔς or πρός τι Thuc.