ὀψείω: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opseio | |Transliteration C=opseio | ||
|Beta Code=o)yei/w | |Beta Code=o)yei/w | ||
|Definition=(ὄψομαι) Desiderat. of [[ὁράω]], [[wish to see]], c. gen., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο | |Definition=([[ὄψομαι]]) Desiderat. of [[ὁράω]], [[wish to see]], c. gen., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Il.14.37: impf. [[ὤψεον]] in Sophr.81. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />désirer voir, être curieux <i>ou</i> avide de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὄψομαι]]. | |btext=<i>seul. prés.</i><br />désirer voir, être curieux <i>ou</i> avide de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὄψομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀψείω:''' [desiderat. к [[ὁράω]] желать увидеть (ὀψείοντες ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀψείω]] (Α)<br />(ως εφετικό του <i>ορώ</i>) [[επιθυμώ]], [[θέλω]] να δω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀπ</i>- <i>του [[ὄπωπα]] <span style="color: red;">+</span> εφετική κατάλ. -(<i>σ</i>)<i>είω</i> ( | |mltxt=[[ὀψείω]] (Α)<br />(ως εφετικό του <i>ορώ</i>) [[επιθυμώ]], [[θέλω]] να δω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀπ</i>- <i>του [[ὄπωπα]] <span style="color: red;">+</span> εφετική κατάλ. -(<i>σ</i>)<i>είω</i> ([[πρβλ]]. [[πολεμησείω]], [[ναυμαχησείω]]). Η [[άποψη]] ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από τη φρ. <i>ὄψει ἰόντες</i> δεν φαίνεται πιθανή]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀψείω:''' ([[ὄψομαι]]), εφετικό του [[ὁράω]], [[επιθυμώ]] να δω [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὀψείω:''' ([[ὄψομαι]]), εφετικό του [[ὁράω]], [[επιθυμώ]] να δω [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀψείω]], [[ὄψομαι]]<br />Desiderat. of [[ὁράω]], to [[wish]] to see a [[thing]], c. gen., Il. | |mdlsjtxt=[[ὀψείω]], [[ὄψομαι]]<br />Desiderat. of [[ὁράω]], to [[wish]] to see a [[thing]], c. gen., Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
(ὄψομαι) Desiderat. of ὁράω, wish to see, c. gen., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Il.14.37: impf. ὤψεον in Sophr.81.
German (Pape)
[Seite 432] desiderat. zu ὁράω, ich möchte gern sehen, c. gen., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο, Il. 14, 37.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
désirer voir, être curieux ou avide de, gén..
Étymologie: ὄψομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀψείω: [desiderat. к ὁράω желать увидеть (ὀψείοντες ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀψείω: (ὄψομαι) ἐφετικὸν τοῦ ὁράω, ἐπιθυμῶ νὰ ἴδω, μετὰ γεν., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Ἰλ. Ξ. 37˙ - ἐν τῷ παρατ. ὤψεον παρὰ Σώφρονι 39 Ahrens. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀψείοντες˙ ὀπτικῶς ἔχοντες, ἰδεῖν θέλοντες».
English (Autenrieth)
(ὄψομαι): only part., ὀψείοντες, desiring to see, Il. 14.37.
Greek Monolingual
ὀψείω (Α)
(ως εφετικό του ορώ) επιθυμώ, θέλω να δω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀπ- του ὄπωπα + εφετική κατάλ. -(σ)είω (πρβλ. πολεμησείω, ναυμαχησείω). Η άποψη ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από τη φρ. ὄψει ἰόντες δεν φαίνεται πιθανή].
Greek Monotonic
ὀψείω: (ὄψομαι), εφετικό του ὁράω, επιθυμώ να δω κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ὀψείω, ὄψομαι
Desiderat. of ὁράω, to wish to see a thing, c. gen., Il.