ὁμότεχνος: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omotechnos | |Transliteration C=omotechnos | ||
|Beta Code=o(mo/texnos | |Beta Code=o(mo/texnos | ||
|Definition= | |Definition=ὁμότεχνον,<br><span class="bld">A</span> [[practising the same art]], τινι with one, Pl.''La.''187a.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[fellow-workman]], [[Herodotus|Hdt.]]2.89, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 328a, Xenarch.7.15; ὁ ὁ. τινός Pl. ''Chrm.''171c, cf. D.22.58, Aristaenet.1.19; οὐδεὶς τῶν ὁ. μου Alex. 173.7: as title applied to the good physician, Hp.''Praec.''7.<br><span class="bld">2</span> neut. [[ὁμότεχνον]], τό, [[guild]], <b class="b3">τῶν λαναρίων</b> Keil-Premerstein ''Zweiter Bericht'' No.217(ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui exerce la même profession, le même art que, confrère dans une profession <i>ou</i> un métier, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[τέχνη]]. | |btext=ος, ον :<br />qui exerce la même profession, le même art que, confrère dans une profession <i>ou</i> un métier, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[τέχνη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμότεχνος:''' [[занимающийся тем же делом]], [[работающий в той же области]] Her., Plut.: ὁ. τινος или τινι Plat. товарищ по профессии. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που ασκεί το ίδιο [[επάγγελμα]] με κάποιον [[άλλο]], την [[ίδια]] [[τέχνη]], με δοτ., σε Πλάτ.· ως ουσ., [[συνάδελφος]], [[συνεργάτης]], σε Ηρόδ., Πλάτ. | |lsmtext='''ὁμότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που ασκεί το ίδιο [[επάγγελμα]] με κάποιον [[άλλο]], την [[ίδια]] [[τέχνη]], με δοτ., σε Πλάτ.· ως ουσ., [[συνάδελφος]], [[συνεργάτης]], σε Ηρόδ., Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 12:03, 4 September 2023
English (LSJ)
ὁμότεχνον,
A practising the same art, τινι with one, Pl.La.187a.
II as substantive, fellow-workman, Hdt.2.89, Pl.Prt. 328a, Xenarch.7.15; ὁ ὁ. τινός Pl. Chrm.171c, cf. D.22.58, Aristaenet.1.19; οὐδεὶς τῶν ὁ. μου Alex. 173.7: as title applied to the good physician, Hp.Praec.7.
2 neut. ὁμότεχνον, τό, guild, τῶν λαναρίων Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.217(ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 340] dieselbe Kunst übend, einerlei Gewerbe treibend; Her. 2, 89; τινί, Plat. Lach. 186 c, u. τινός, Charm. 171 c; Sp., wie Luc.; – κυνῶν ὁμότεχνε αἴλουρε, Damochar. 1 (VII, 206).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui exerce la même profession, le même art que, confrère dans une profession ou un métier, τινι.
Étymologie: ὁμός, τέχνη.
Russian (Dvoretsky)
ὁμότεχνος: занимающийся тем же делом, работающий в той же области Her., Plut.: ὁ. τινος или τινι Plat. товарищ по профессии.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμότεχνος: -ον, ὁ ἀσκῶν, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν τέχνην, τινι, μετὰ τινος, Πλάτ. Λάχ. 186Ε· - ὡς οὐσιαστ., συνεργάτης, Ἡρόδ. 2. 89, Πλάτ. Πρωτ. 328Α, Ξέναρχος ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 15· ὁ ὁμ. τινος Πλάτ. Χαρμ. 171C, πρβλ. Δημ. 611. 4· οὐδεὶς τῶν ὁμ. μου Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 2. 7.
English (Strong)
from the base of ὁμοῦ and τέχνη; a fellow-artificer: of the same craft.
English (Thayer)
ὁμότεχνον (ὁμός and τέχνη), practising the same trade or craft, of the same trade: Herodotus 2,89; Plato, Demosthenes, Josephus, Lucian, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμότεχνος, -ον)
αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με άλλον, σύντεχνος
αρχ.
1. (τίτλος για γιατρό) έμπειρος, ικανός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὁμότεχνος
ο συνάδελφος, ο συντεχνίτης, ο συνεργάτης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμότεχνον
συντεχνία, σωματείο («ὁμότεχνον τῶν λαναρίων», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. μεγαλό-τεχνος].
Greek Monotonic
ὁμότεχνος: -ον (τέχνη), αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον άλλο, την ίδια τέχνη, με δοτ., σε Πλάτ.· ως ουσ., συνάδελφος, συνεργάτης, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Middle Liddell
ὁμό-τεχνος, ον, τέχνη
practising the same craft with another, c. dat., Plat.:—as substantive, a fellow-workman, Hdt., Plat.
Chinese
原文音譯:ÐmÒtecnoj 何摩-帖赫挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:有如-技藝
字義溯源:同業,同行,同手藝;由(ὁμοῦ)=相同)與(τέχνη)=技藝)組成;其中 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的),而 (τέχνη)出自(τίκτω)*=生產)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 同業(1) 徒18:3