πειθήνιος: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peithinios | |Transliteration C=peithinios | ||
|Beta Code=peiqh/nios | |Beta Code=peiqh/nios | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[πειθάνιος]] [ᾱ], ον, ([[ἡνία]])<br><span class="bld">A</span> [[obedient to the rein]], of a horse, Plu.''Lyc.''30: metaph., Id.2.592c: generally, [[obedient]], γυνή M.Ant. 1.17, ''Hymn.Is.'' 101, cf. Plu.2.90b; [[στράτευμα]] [[well-disciplined]], Onos. 10.9; ψυχή Hierocl. ''in CA''16p.456M.; <b class="b3">τὸ π.</b> [[submissiveness]], [[docility]], Plu.2.442c. Adv. [[πειθηνίως]] ib.102e, Ph.1.184; in Surgery, [[gently]], Herod. Med. ap. Orib.10.18.15, Sor.1.70b, 2.10.<br><span class="bld">II</span> Act., [[that makes obedient]], χαλινοί Plu.2.369c; [[λόγος]] Vett. Val.150.28. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> docile au | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[docile au frein]] ; τὸ πειθήνιον, obéissance;<br /><b>2</b> [[qui dirige]], [[qui conduit]].<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]], [[ἡνία]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πειθήνιος -α -ον [[[πείθω]], [[ἡνία]]] [[gehoorzaam aan de teugel]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πειθήνιος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''πειθήνιος:'''<br /><b class="num">1</b> (о лошади), [[послушный]] (π. καὶ [[συνήθης]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[заставляющий слушаться]] (χαλινοί Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[πειθήνιος]] και δωρ. τ. [[πειθάνιος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[υποζύγιο]]) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα [[ηνία]], στο [[χαλινάρι]], αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῖν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τυφλά]] [[υπάκουος]], άκριτα [[πειθαρχικός]] («[[είναι]] πειθήνιο όργανο του αρχηγού του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πειθαρχικός]], [[ευπειθής]], [[υπάκουος]] (α. «[[πειθήνιος]] [[ψυχή]]», Ιεροκλ.<br />β. «πειθήνιον [[στράτευμα]]», Ονήσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που καθιστά κάποιον πειθαρχικό (α. «πειθήνιοι χαλινοί», <b>Ιώσ.</b><br />β. «[[πειθήνιος]] [[λόγος]]», Βεττ. Βάλ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πειθήνιον</i><br />η [[ευπείθεια]], η [[υπακοή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πειθηνίως</i> ΝΑ<br /><b>1.</b> ευπειθώς, πειθαρχικώς, με τρόπο πειθήνιο, υπάκουο<br /><b>αρχ.</b><br />(στη [[χειρουργική]]) με [[προσοχή]], με [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνιος</i> ([[ἡνία]]), | |mltxt=-α, -ο / [[πειθήνιος]] και δωρ. τ. [[πειθάνιος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[υποζύγιο]]) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα [[ηνία]], στο [[χαλινάρι]], αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῖν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τυφλά]] [[υπάκουος]], άκριτα [[πειθαρχικός]] («[[είναι]] πειθήνιο όργανο του αρχηγού του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πειθαρχικός]], [[ευπειθής]], [[υπάκουος]] (α. «[[πειθήνιος]] [[ψυχή]]», Ιεροκλ.<br />β. «πειθήνιον [[στράτευμα]]», Ονήσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που καθιστά κάποιον πειθαρχικό (α. «πειθήνιοι χαλινοί», <b>Ιώσ.</b><br />β. «[[πειθήνιος]] [[λόγος]]», Βεττ. Βάλ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πειθήνιον</i><br />η [[ευπείθεια]], η [[υπακοή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πειθηνίως</i> ΝΑ<br /><b>1.</b> ευπειθώς, πειθαρχικώς, με τρόπο πειθήνιο, υπάκουο<br /><b>αρχ.</b><br />(στη [[χειρουργική]]) με [[προσοχή]], με [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνιος</i> ([[ἡνία]]), [[πρβλ]]. [[φιλήνιος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:21, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. πειθάνιος [ᾱ], ον, (ἡνία)
A obedient to the rein, of a horse, Plu.Lyc.30: metaph., Id.2.592c: generally, obedient, γυνή M.Ant. 1.17, Hymn.Is. 101, cf. Plu.2.90b; στράτευμα well-disciplined, Onos. 10.9; ψυχή Hierocl. in CA16p.456M.; τὸ π. submissiveness, docility, Plu.2.442c. Adv. πειθηνίως ib.102e, Ph.1.184; in Surgery, gently, Herod. Med. ap. Orib.10.18.15, Sor.1.70b, 2.10.
II Act., that makes obedient, χαλινοί Plu.2.369c; λόγος Vett. Val.150.28.
German (Pape)
[Seite 543] dem Zügel folgsam, lenksam, vom Pferde, καὶ συνήθης, Plut. de gen. Socr. 22 u. a. Sp.; τὸ πειθήνιον, der Gehorsam, Hdn. 2, 10, 4; aber auch χαλινοί, zügelnd, lenkend, Plut. de Is. et Osir. 45; auch adv., Consol. Apoll. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 docile au frein ; τὸ πειθήνιον, obéissance;
2 qui dirige, qui conduit.
Étymologie: πείθω, ἡνία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειθήνιος -α -ον [πείθω, ἡνία] gehoorzaam aan de teugel.
Russian (Dvoretsky)
πειθήνιος:
1 (о лошади), послушный (π. καὶ συνήθης Plut.);
2 заставляющий слушаться (χαλινοί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πειθήνιος: -ον, (ἀρχὴ) ὁ εἰς τὰς ἡνίας εὐπειθής, ἐπὶ ἵππου, Πλούτ. 2. 592Β· καθόλου ὑπήκοος, εὐπειθής, αὐτόθι 90Β, κτλ.· τὸ πειθήνιον, εὐπείθεια, ὑπακοή, αὐτόθι 442C. — Ἐπίρρ., -ίως, Πλούτ. 2. 102F, Σωραν. σ. 220. ΙΙ. ἐνεργ., καθιστῶν τινα εὐπειθῆ, χαλινὸς Πλούτ. 2. 369C.
Greek Monolingual
-α, -ο / πειθήνιος και δωρ. τ. πειθάνιος, -ον, ΝΜΑ
(για υποζύγιο) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα ηνία, στο χαλινάρι, αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῖν», Πλούτ.)
νεοελλ.
τυφλά υπάκουος, άκριτα πειθαρχικός («είναι πειθήνιο όργανο του αρχηγού του»)
αρχ.
1. πειθαρχικός, ευπειθής, υπάκουος (α. «πειθήνιος ψυχή», Ιεροκλ.
β. «πειθήνιον στράτευμα», Ονήσ.)
2. αυτός που καθιστά κάποιον πειθαρχικό (α. «πειθήνιοι χαλινοί», Ιώσ.
β. «πειθήνιος λόγος», Βεττ. Βάλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πειθήνιον
η ευπείθεια, η υπακοή.
επίρρ...
πειθηνίως ΝΑ
1. ευπειθώς, πειθαρχικώς, με τρόπο πειθήνιο, υπάκουο
αρχ.
(στη χειρουργική) με προσοχή, με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + -ήνιος (ἡνία), πρβλ. φιλήνιος].