ἀναχωρίζω: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ramener en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χωρίζω]]. | |btext=[[ramener en arrière]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χωρίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 12:00, 8 January 2023
English (LSJ)
A make to go back or retire, X.Cyr.7.1.41, An.5.2.10; ἀγχωρίξαντες (Dor.) τὸν ὅρον having drawn it back, Tab.Heracl.1.56,59.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἀγχ- TEracl.1.56, 59
1 ordenar la retirada de ἅπαντας τοὺς πελταστάς X.An.5.2.10, cf. Cyr.7.1.41.
2 retrasar, echar hacia atrás τὸν ὅρον TEracl.ll.cc., en v. pas. τὸ βῆμα ... ἐς τὸν νῦν τόπον ἀνεχωρίσθη D.C.43.49.1
•traer, hacer entrar (en la ciudad) εἰς τὸ ἀσφαλὲς τὰ δεόμενα X.Eq.Mag.7.6.
German (Pape)
[Seite 215] zurückführen, zurückgehen lassen, Xen. Cyr. 7, 1, 41 An. 5, 2, 10.
French (Bailly abrégé)
ramener en arrière.
Étymologie: ἀνά, χωρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχωρίζω: приказывать отойти, отводить назад (ἄπαντας τοὺς πελταστάς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχωρίζω: ἀναχωρεῖν ποιῶ, ἀποσύρω, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 41, Ἀν. 5. 2. 10· ἀγχωρίξαντες (Δωρ.) τὸν ὅρον, ἀποσύραντες, Ἡρακλ. Πίν. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 56, πρβλ. 59.
Greek Monolingual
(AM ἀναχωρίζω)
μσν.
1. (μτβ.) απομακρύνω κάποιον από κοντά μου, εγκαταλείπω
2. (αμτβ.) απομακρύνομαι
αρχ.
1. ενεργ. α) κάνω να υποχωρήσει
β) αποσύρω
2. μέσ. αποχωρίζομαι, ζω χωριστά από κάποιον.
Greek Monotonic
ἀναχωρίζω: μέλ. -σω, κάνω κάποιον να πάει πίσω ή να αποχωρήσει, σε Ξεν.