ἰξώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iksodis
|Transliteration C=iksodis
|Beta Code=i)cw/dhs
|Beta Code=i)cw/dhs
|Definition=ες, [[like birdlime]], [[sticky]], [[clammy]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ulc.</span>12</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>29</span>.
|Definition=ἰξῶδες, [[like birdlime]], [[sticky]], [[clammy]], Hp.''Ulc.''12, Luc.''Tim.''29.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />gluant, visqueux.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξός]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />[[gluant]], [[visqueux]].<br />'''Étymologie:''' [[ἰξός]], -ωδης.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξώδης Medium diacritics: ἰξώδης Low diacritics: ιξώδης Capitals: ΙΞΩΔΗΣ
Transliteration A: ixṓdēs Transliteration B: ixōdēs Transliteration C: iksodis Beta Code: i)cw/dhs

English (LSJ)

ἰξῶδες, like birdlime, sticky, clammy, Hp.Ulc.12, Luc.Tim.29.

German (Pape)

[Seite 1255] ες, kleberig, zäh, wie Vogelleim; Hippocr.; Theophr.; ἡ πενία ἰξ. καὶ εὐλαβής, anklebend, Luc. Tim. 29.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
gluant, visqueux.
Étymologie: ἰξός, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ἰξώδης: досл. клейкий, липкий как птичий клей, перен. крепко льнущий, неотвязный (πενία Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰξώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἰξῷ, κολλώδης, Ἱππ. 876C, κτλ.· ― μεταφ., φιλάργυρος, φειδωλός, Λουκ. Τίμ. 29· πρβλ. γλοιός.

Greek Monolingual

-ες (Α ἰξώδης, -ῶδες) ιξός
αυτός που μοιάζει με ιξό, ο κολλώδης
νεοελλ.
φυσ. το ουδ. ως ουσ. το ιξώδες
η εσωτερική τριβή, η οποία αποτελεί βασικότατη ιδιότητα τών υγρών
αρχ.
μτφ. φιλάργυρος, φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + κατάλ. -ώδης (πρβλ. βορβορώδης, ελλεβορώδης). Η λ. ως επιστημονικός όρος αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. viscosite < λατ. viscositas < viscosus «γλοιώδης, κολλώδης» (< viscum «ιξός»)].