υπολείπω: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπολείπω]] ΝΜΑ [[λείπω]]<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] ως [[υπόλειμμα]], [[αφήνω]] [[υπόλειμμα]]<br /><b>2.</b> (το μεσ.) [[υπολείπομαι]]<br />α) [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]], ως [[περίσσευμα]], [[απομένω]] (α. «υπολείπονται δύο δόσεις [[ακόμη]]» β. «πέμπτον δ' ὑπελείπετ' [[ἄεθλον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (μτφ. με γεν.) [[μένω]] [[πίσω]], [[υστερώ]], [[είμαι]] [[κατώτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο υπολειπόμενος</i><br /><b>βιολ.</b> ο [[υποτελής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[εγκαταλείπω]] («τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῦν φασι πολεμίους ὑπολείποντας αν ἡμᾶς πλεῖν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραλείπω]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[λίγος]], δεν [[επαρκώ]] («εἰ μὴ καταψηφιεῖσθε ὧν αὐτοὶ κελεύουσιν, ὑπολείψει ὑμᾱς ἡ [[μισθοφορά]]», Λυσ.)<br /><b>4.</b> [[τελειώνω]], σώνομαι («[[ὅταν]] ὑπολίπῃ το [[μέλι]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[φθάνω]] στο [[τέλος]] μου, [[τελειώνω]] («[[ὅταν]] δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου («ὑπολειπομένους μηδεμίαν τῶν νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[κρατώ]] για τον εαυτό μου<br />δ) (για [[ποσό]]) [[εκπίπτω]] από [[πληρωμή]]<br />ε) (<b>για πρόσ.</b>) [[παραμένω]] [[κάπου]] («αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῑος [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />στ) (σχετικά με αγώνα δρόμου ή, γενικά, με [[πορεία]]) [[καθυστερώ]] («βραδὺς ἄνθρωπός τις ἔθει κύψας... ὑπολειπόμενος καὶ δεινὰ ποιῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[ὑπολείπω]] ΝΜΑ [[λείπω]]<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] ως [[υπόλειμμα]], [[αφήνω]] [[υπόλειμμα]]<br /><b>2.</b> (το μεσ.) [[υπολείπομαι]]<br />α) [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]], ως [[περίσσευμα]], [[απομένω]] (α. «υπολείπονται δύο δόσεις [[ακόμη]]» β. «πέμπτον δ' ὑπελείπετ' [[ἄεθλον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (μτφ. με γεν.) [[μένω]] [[πίσω]], [[υστερώ]], [[είμαι]] [[κατώτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο υπολειπόμενος</i><br /><b>βιολ.</b> ο [[υποτελής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[εγκαταλείπω]] («τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῦν φασι πολεμίους ὑπολείποντας αν ἡμᾶς πλεῖν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραλείπω]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[λίγος]], δεν [[επαρκώ]] («εἰ μὴ καταψηφιεῖσθε ὧν αὐτοὶ κελεύουσιν, ὑπολείψει ὑμᾱς ἡ [[μισθοφορά]]», Λυσ.)<br /><b>4.</b> [[τελειώνω]], σώνομαι («[[ὅταν]] ὑπολίπῃ το [[μέλι]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[φθάνω]] στο [[τέλος]] μου, [[τελειώνω]] («[[ὅταν]] δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου («ὑπολειπομένους μηδεμίαν τῶν νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[κρατώ]] για τον εαυτό μου<br />δ) (για [[ποσό]]) [[εκπίπτω]] από [[πληρωμή]]<br />ε) (<b>για πρόσ.</b>) [[παραμένω]] [[κάπου]] («αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῖος [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />στ) (σχετικά με αγώνα δρόμου ή, γενικά, με [[πορεία]]) [[καθυστερώ]] («βραδὺς ἄνθρωπός τις ἔθει κύψας... ὑπολειπόμενος καὶ δεινὰ ποιῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

ὑπολείπω ΝΜΑ λείπω
1. αφήνω κάτι ως υπόλειμμα, αφήνω υπόλειμμα
2. (το μεσ.) υπολείπομαι
α) μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, απομένω (α. «υπολείπονται δύο δόσεις ακόμη» β. «πέμπτον δ' ὑπελείπετ' ἄεθλον», Ομ. Ιλ.)
β) (μτφ. με γεν.) μένω πίσω, υστερώ, είμαι κατώτερος
νεοελλ.
(η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο υπολειπόμενος
βιολ. ο υποτελής
αρχ.
1. αφήνω πίσω μου, εγκαταλείπω («τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῦν φασι πολεμίους ὑπολείποντας αν ἡμᾶς πλεῖν», Θουκ.)
2. παραλείπω
3. (για πράγμ.) είμαι λίγος, δεν επαρκώ («εἰ μὴ καταψηφιεῖσθε ὧν αὐτοὶ κελεύουσιν, ὑπολείψει ὑμᾱς ἡ μισθοφορά», Λυσ.)
4. τελειώνω, σώνομαι («ὅταν ὑπολίπῃ το μέλι», Αριστοτ.)
5. μέσ. α) φθάνω στο τέλος μου, τελειώνωὅταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ», Σοφ.)
β) αφήνω πίσω μου («ὑπολειπομένους μηδεμίαν τῶν νεῶν», Ηρόδ.)
γ) αφήνω πίσω μου, κρατώ για τον εαυτό μου
δ) (για ποσό) εκπίπτω από πληρωμή
ε) (για πρόσ.) παραμένω κάπου («αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.)
στ) (σχετικά με αγώνα δρόμου ή, γενικά, με πορεία) καθυστερώ («βραδὺς ἄνθρωπός τις ἔθει κύψας... ὑπολειπόμενος καὶ δεινὰ ποιῶν», Αριστοφ.).