Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναγκαστός: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anagkastos
|Transliteration C=anagkastos
|Beta Code=a)nagkasto/s
|Beta Code=a)nagkasto/s
|Definition=ή, όν, [[forced]], [[constrained]], <span class="bibl">Hdt.6.58</span>; ἀ. στρατεύοντες <span class="bibl">Th.7.58</span>, cf. <span class="bibl">8.24</span>; ἀ. τροφή <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>47</span> (<span class="bibl">23</span>).<span class="bibl">59</span>. Adv. [[ἀναγκαστῶς]] = [[by force]] <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>366a</span>; opp. [[ἑκουσίως]], <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Pet.</span>5.2</span>.
|Definition=ἀναγκαστή, ἀναγκαστόν, [[forced]], [[constrained]], [[Herodotus|Hdt.]]6.58; ἀ. στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24; ἀ. τροφή Aristid.''Or.''47 (23).59. Adv. [[ἀναγκαστῶς]] = [[by force]] Pl.''Ax.''366a; opp. [[ἑκουσίως]], ''1 Ep.Pet.''5.2.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />contraint, forcé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναγκάζω]].
|btext=ή, όν :<br />[[contraint]], [[forcé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναγκάζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγκαστός Medium diacritics: ἀναγκαστός Low diacritics: αναγκαστός Capitals: ΑΝΑΓΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anankastós Transliteration B: anankastos Transliteration C: anagkastos Beta Code: a)nagkasto/s

English (LSJ)

ἀναγκαστή, ἀναγκαστόν, forced, constrained, Hdt.6.58; ἀ. στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24; ἀ. τροφή Aristid.Or.47 (23).59. Adv. ἀναγκαστῶς = by force Pl.Ax.366a; opp. ἑκουσίως, 1 Ep.Pet.5.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 obligado, forzado de pers., Hdt.6.58, D.C.36.53.4, στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24, τροφή Aristid.Or.47.59.
2 adv. ἀναγκαστῶς = a la fuerza Pl.Ax.366a, 1Ep.Petr.5.2, I.AI 18.37, Cyr.H.Catech.4.34.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
contraint, forcé.
Étymologie: ἀναγκάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναγκαστός: вынужденный, принужденный Her.: ἐκ καταλόγου ἀναγκαστοί Thuc. внесенные в список военнообязанных.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγκαστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ἀναγκαζόμενος, ὁ ἐκτελῶν τι ἐναντίον τῆς θελήσεώς του, ἀναγκαστοὺς εἰς τὸ κῆδος ἰέναι Ἡρόδ. 6. 58· ἀναγκαστοὶ στρατεύοντες, χωρὶς αὐτοὶ νά θέλουν, Θουκ. 7. 58, πρβλ. 8. 24. ‒ Ἐπίρρ. -τῶς Πλάτ. Ἀξ. 366Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό
ἀναγκαστός, -ή, -όν) ἀναγκάζω
αυτός που κάνει κάτι βιαστικά, ο βιαστικός
αρχ.
αυτός που εξαναγκάζεται, που πιέζεται να κάνει κάτι.

Greek Monotonic

ἀναγκαστός: -ή, -όν (ἀναγκάζω), εξαναγκαστικός, επιβαλλόμενος δια της βίας, σε Ηρόδ.· ἀν. στρατεύειν, υποχρεωμένος να συμμετάσχει στο στρατό, να υπηρετήσει στρατιωτική θητεία, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀναγκάζω
forced, constrained, Hdt.; ἀν. στρατεύειν pressed into the service, Thuc.