ψό: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 27: Line 27:
{{trml
{{trml
|trtx====[[pshaw]]===
|trtx====[[pshaw]]===
Chinese Mandarin: 呸; English: [[pshaw]], [[fie]], [[for shame]], [[nuts]], [[damn it]], [[dammit]]; French: [[peuh]]; German: [[pah]]; Icelandic: svei, iss, uss, fuss, fussum svei; Japanese: げ; Malay: cis; Polish: też coś, co takiego; Russian: [[тьфу]], [[фу]], [[фи]]; Spanish: ¡[[bah]]; Vietnamese: xì
Chinese Mandarin: 呸; English: [[pshaw]], [[fie]], [[for shame]], [[nuts]], [[damn it]], [[dammit]]; French: [[pouah]], [[peuh]]; German: [[pah]]; Icelandic: svei, iss, uss, fuss, fussum svei; Japanese: げ; Malay: cis; Polish: też coś, co takiego; Russian: [[тьфу]], [[фу]], [[фи]]; Spanish: ¡[[bah]]; Vietnamese: xì
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 17 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψό Medium diacritics: ψό Low diacritics: ψο Capitals: ΨΟ
Transliteration A: psó Transliteration B: pso Transliteration C: pso Beta Code: yo/

English (LSJ)

a shepherd's call, S.Fr.521, cf. Ael.Dion.Fr.337.
II an exclamation of disgust or contempt, pshaw! Phot.; dub. in A.Fr.82, Ar.Fr.892/3.

German (Pape)

[Seite 1401] ein Ausruf des Ekels, Widerwillens, Abscheues, pfui; Phot.; Soph. frg. 461 im E. M.; Hdn. περὶ μον. λ. p. 46.

French (Bailly abrégé)

interj.
expression marquant le dégoût, le mépris : pouah !.

Russian (Dvoretsky)

ψο: interj. тьфу! Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ψό: πομενικὸν ἐπίφθεγμα, Σοφ. Ἀποσπ. 461 (Ἡρῳδιαν. περὶ Μονήρων Λέξ. σ. 46, 16), πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Meineke Com. Gr. 2, 1223.

Greek Monolingual

ΜΑ
επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση
αρχ.
ποιμενικό επίφθεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος, ψόθος [Ι]), αλλά και «θόρυβος, υπόκωφος ήχος» (πρβλ. ψόθος [II], ψόφος[Ι]). Είναι δύσκολο, ωστόσο, να επισημανθεί με βεβαιότητα σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην bhes- «φυσώ, εκπνέω» (πρβλ. ψεύδομαι, ψυχή) ή στην bhes- «τρίβω, χτυπώ» (πρβλ. ψήω / ψῆν)].

Translations

pshaw

Chinese Mandarin: 呸; English: pshaw, fie, for shame, nuts, damn it, dammit; French: pouah, peuh; German: pah; Icelandic: svei, iss, uss, fuss, fussum svei; Japanese: げ; Malay: cis; Polish: też coś, co takiego; Russian: тьфу, фу, фи; Spanish: ¡bah; Vietnamese: xì