ἐξέχω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksecho | |Transliteration C=eksecho | ||
|Beta Code=e)ce/xw | |Beta Code=e)ce/xw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[stand out]] or [[project from]], τινός Ar.''V.''1377; πέτρα ἐξέχουσα ὑπὲρ κοιλάδος ''SIG''827 iii 11 (ii A. D.).<br><span class="bld">2</span> abs., [[stand out]], [[be prominent]], Hp.''VC''1; ἐξέχοντα ὦτα Corn.''ND''27; [[ἐξέχοντα]] [[convexities]], opp. [[κοῖλα]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 602c; [[τὸ ἐξέχον]] in painting, Philostr.''VA''2.20:—Pass., [[τὰ ἐξεχόμενα]] [[projecting]] [[panel]]s, [[LXX]] ''3 Ki.''7.16(29).<br><span class="bld">b</span> of the sun, [[shine out]], [[appear]], ἢν ἐξέχῃ ἕλη κατ' ὄρθρον Ar.''V.''771; [[ἔξεχ']], [[ὦ φίλ' ἥλιε]] [[shine]] [[out]], [[fair]] [[sun]], Id.''Fr.''389; [[πρὶν ἥλιον ἐξέχειν]] = [[before sunrise]], Lexap. D.43.62.<br><span class="bld">c</span> metaph., to [[be prominent]], [[be distinguished]], ἀρετῇ Ascl. ''Tact.''7.2; ὁ ἐξέχων ἀνήρ Demetr.''Eloc.''146; οἱ τῶν στρατιωτῶν ἐξέχοντες Hdn.2.7.7; [[ἐξέχει ἐν ἑκάστῳ ἄλλο]] each [[has]] its own [[distinction]], Plot.5.8.4.<br><span class="bld">II</span> to [[be attached to]], [[depend on]], [[cling to]], τοῦ θείου Porph. ''Marc.''11:—but usually Med., τινός D.H.1.79, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1027.6 (i A.D.), D.Chr.45.5; σώματα ψυχῶν ἐξέχεται Dam.''Pr.''99, cf. Procl.''Inst.''100 (but prob. corrupt in sense [[give up]], [[withdraw from]], J.''AJ''3.12.3). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξέχω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἐξέχω:'''<br /><b class="num">1</b> [[торчать наружу]] ([[ὄζος]] τῆς δᾳδὸς ἐξέχει Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[выдаваться вперед]], [[выступать]] (αἱ φλέβες ἐξέχουσιν Arst.): κοῖλά τε καὶ ἐξέχοντα Plat., Arst. вогнутости и выпуклости;<br /><b class="num">3</b> (о солнце), [[восходить]] Arph., Dem. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:09, 25 August 2023
English (LSJ)
A stand out or project from, τινός Ar.V.1377; πέτρα ἐξέχουσα ὑπὲρ κοιλάδος SIG827 iii 11 (ii A. D.).
2 abs., stand out, be prominent, Hp.VC1; ἐξέχοντα ὦτα Corn.ND27; ἐξέχοντα convexities, opp. κοῖλα, Pl.R. 602c; τὸ ἐξέχον in painting, Philostr.VA2.20:—Pass., τὰ ἐξεχόμενα projecting panels, LXX 3 Ki.7.16(29).
b of the sun, shine out, appear, ἢν ἐξέχῃ ἕλη κατ' ὄρθρον Ar.V.771; ἔξεχ', ὦ φίλ' ἥλιε shine out, fair sun, Id.Fr.389; πρὶν ἥλιον ἐξέχειν = before sunrise, Lexap. D.43.62.
c metaph., to be prominent, be distinguished, ἀρετῇ Ascl. Tact.7.2; ὁ ἐξέχων ἀνήρ Demetr.Eloc.146; οἱ τῶν στρατιωτῶν ἐξέχοντες Hdn.2.7.7; ἐξέχει ἐν ἑκάστῳ ἄλλο each has its own distinction, Plot.5.8.4.
II to be attached to, depend on, cling to, τοῦ θείου Porph. Marc.11:—but usually Med., τινός D.H.1.79, POxy.1027.6 (i A.D.), D.Chr.45.5; σώματα ψυχῶν ἐξέχεται Dam.Pr.99, cf. Procl.Inst.100 (but prob. corrupt in sense give up, withdraw from, J.AJ3.12.3).
German (Pape)
[Seite 880] (s. ἔχω), hervorragen, herausstehen; τὰ ἐξέχοντα, Gegensatz κοῖλα, Plat. Rep. X, 602 c; ὄζος μὲν οὖν τῆς δᾳδὸς οὗτος ἐξέχει Ar. Vesp. 1377; ἐκσχεῖν Plut. Pomp. 71 u. a. Sp.; – aufgehen, von der Sonne, ἢν ἐξέχῃ εἵλη κατ' ὄρθρον Ar. Vesp. 771; ἔξεχ' ὦ φίλ' ἥλιε Stratt. Poll. 9, 7; πρὶν ἥλιον ἐξέχειν Dem. 43, 62, im Gesetz, u. Sp. – Med. ἐξέχεσθαί τινος, an Etwas hangen, D. Hal. 1, 79, u. öfter bei Sp.
French (Bailly abrégé)
se projeter hors de, être saillant, proéminent : τὰ ἐξέχοντα PLAT les surfaces convexes.
Étymologie: ἐξ, ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξέχω:
1 торчать наружу (ὄζος τῆς δᾳδὸς ἐξέχει Arph.);
2 выдаваться вперед, выступать (αἱ φλέβες ἐξέχουσιν Arst.): κοῖλά τε καὶ ἐξέχοντα Plat., Arst. вогнутости и выпуклости;
3 (о солнце), восходить Arph., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέχω: ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν., ὄζος μὲν οὖν τῆς δᾳδὸς οὗτος ἐξέχει Ἀριστοφ. Σφ. 1377. 2) ἀπολ., προβάλλω πρὸς τὰ ἔξω, ἐξέχω, ἡ δὲ προβολή ἐστι τὸ τοῦ ὀστέου ἐξέχον στρογγύλον παρὰ τὸ ἄλλο Ἱππ. π. τ. ἐν Κεφ. Τρωμ. 895· ἐξέχοντα ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κοῖλα, Πλάτ. Πολ. 602C· πρβλ. εἰσέχω ΙΙ. β) ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ἐκλάμπω, φαίνομαι, ἢν ἐξέχῃ εἴλη κατ’ ὄρθρον Ἀριστοφ. Σφ. 771· ἔξεχ’, ὦ φίλ’ ἥλιε, ἐμφανίσθητι, ὦ ἀγαπητὲ ἥλιε, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 346· πρὶν ἥλιον ἐξέχειν, πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, νόμος παρὰ Δημ. 1071. 3· - οὕτω μεταγεν. ἐν τῷ πάθ., Ἑβδ. (Γ΄, Βασιλ. Ζ΄, 29). ΙΙ. Μέσ. ἔχομαί τινος, προσκολῶμαι εἴς τι, ἐξεχομένους τῶν υἱέων Διον. Ἁλ. 1. 79, Κλήμ. Ἀλ. 165.
Greek Monolingual
(AM ἐξέχω) έχω
1. σχηματίζω προεξοχή
2. υπερέχω, είμαι ανώτερος
3. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.) εξέχων, εξέχουσα, εξέχον
υπέροχος, ξεχωριστός, διακεκριμένος
αρχ.
1. (για τον ήλιο) λάμπω
2. είμαι εξαρτημένος («ἐξέχειν τοῦ θείου»)
3. (το ουδ. πληθ. της παθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ἐξεχόμενα
φατνώματα, σκαλιστά πλαίσια.
Greek Monotonic
ἐξέχω: μέλ. -έξω,
1. προεξέχω ή προβάλλω από, τινός, σε Αριστοφ.
2. απόλ., προβάλλω προς τα έξω, εμφανίζομαι, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -έξω
1. to stand out or project from, τινός Ar.
2. absol. to stand out, appear, Ar.